Μέτα την έντονη κριτική που έχει δεχτεί το Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ, CDC, για τη διαχείριση του κορονοϊού αλλά και της ευλογιάς των πιθήκων, η διευθύντρια της ομοσπονδιακής υπηρεσίας, Ροσέλ Βαλένσκι, παραδέχτηκε επίσημα χτες την… αποτυχία.

«Αργήσαμε να ανταποκριθούμε γρήγορα», δήλωσε χαρακτηριστικά κατά τη συνάντηση που είχε με την ηγεσία και το προσωπικό του CDC. «Oι παραδοσιακές επιστημονικές και επικοινωνιακές διαδικασίες δεν ήταν επαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας κρίσης του μεγέθους και της έκτασης της πανδημίας COVID-19», συμπλήρωσε.

Αυτό που δεν ειπώθηκε βέβαια είναι ότι η «αποτυχία» δεν έχει να κάνει μόνο με την ετοιμότητα του Ινστιτούτου ή με άλλα υπαρκτά ζητήματα στη λειτουργία του, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι στις ΗΠΑ, όπως και σε όλο τον κόσμο, η διαχείριση της πανδημίας σημαδεύτηκε από την πολιτική του «κόστους – οφέλους» για το κεφάλαιο, που υπηρετούν όλες οι κυβερνήσεις.

Αυτή η πολιτική άφησε απροστάτευτους τους λαούς σε κάθε γωνιά του πλανήτη, και στις ΗΠΑ, όπου υπήρξαν εκατόμβες νεκρών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Νέα Υόρκη. Η ίδια πολιτική ευθύνεται για την υποστελέχωση των συστημάτων Υγείας και των κρατικών οργανισμών που έχουν κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση της πανδημίας. Οπως ευθύνεται και για την υποταγή των επιστημονικών δεδομένων στην πολιτική που αντιμετωπίζει την υγεία του λαού ως «κόστος» για το κεφάλαιο και το κράτος του.

Κατά τ’ άλλα, οι «αξιολογήσεις» που διενεργήθηκαν στο αμερικανικό Ινστιτούτο κατέληξαν σε συστάσεις για μια σειρά βελτιώσεων, όπως ταχύτερη δημοσιοποίηση επιστημονικών ευρημάτων και δεδομένων για τη βελτίωση της διαφάνειας, μετάφραση της επιστήμης σε πρακτική και εύληπτη πολιτική, βελτίωση της επικοινωνίας με το κοινό, καλύτερη συνεργασία με άλλους οργανισμούς και εταίρους στον τομέα της δημόσιας υγείας κ.ο.κ.
