Ξόδεψα με ένα φάντασμα
και έναν τυφλό άγιο
την επιθυμία των θεών,
τα πηγάδια και το λαχάνιασμα.
Ξόδεψα τις λέξεις
σε περιβραχιόνια, βάρδιες, βαρύτητα
και απέμειναν κάτι σπασμένα δάκρυα μέσα μου
που δεν τα διακρίνω πια από τη σκόνη
και έναν τυφλό άγιο.
Μοναδικές μου σημαίες
που με προσμένουν
είναι η τελευταία ανάσα μου
για να τις σκορπίσω και αυτές
γιορτάζοντας το ταξίδι.
Τι να τους κάνεις τους νυσταγμένους αυλοκόλακες,
που θα σε αποχαιρετίσουν στο λιμάνι;
Κάποιοι τριγύρω θα ζητιανεύουν προσδοκίες, αρχαία κέρματα
αγάπη αξόδευτη ή απερίσκεπτη.
Θα ριχτείς στις υποσχέσεις της στιγμής και τη βοή
Μια κλειδαριά τότε θα αντικρίσεις
Αυτό θα είναι το ανάστημα
Έτσι ήταν η θάλασσα.
Περπάτησα μέχρι εδώ μόνο για να δω τη θάλασσα,
για να ακούσω αυτή τη μουσική από τα σάπια μεγάφωνα.
Διαθλώ το χρόνο
Γίνομαι ακίνητος.
Κοιταζόταν με ένα αργό βλέμμα στον καθρέπτη
που το είδωλο φτάνει, πάλι για άλλη μια φορά
λίγο πιο αργά
μές το δωμάτιο
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;
Σύνορα να θροΐζουν υπνοφόρα
Συμπτώματα ομορφιάς, ασθενοφόρα σύννεφα
να μας μεταφέρουν στα επείγοντα περιστατικά του ουρανού.
Ανίατο ηλιοβασίλεμα εντός του ανθρώπου
Πόσο κρατάει ένα όνειρο;
Και εσύ μητέρα κολλημένη στον ουρανίσκο
Γεύση από μάτια, στήθος, μεταμορφώσεις σαν πίνακα του Munch ένα πρωινό στο Όσλο
Κάποτε θα διαδοθεί
η όσφρηση και η αφή
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;
Κάντε υπομονή σύντροφοι.
Η γεύση θα μεταφερθεί στα μάτια
και θα ακούμε τις φωνές στο σκοτάδι
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;