Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
ένα τυφλό παράθυρο
μι’ ανύπαρκτη διάσταση.
Η ρωγμή στο ετοιμόρροπο τείχος.
Είμαι εκείνη η πόλη που κρύβω μέσα μου
γκρίζα και σκοτεινή
που κατοικώ από παιδί
[τα σύννεφα μαζεύονται
και πυκνώνουν
φυσάει βοριάς και βρέχει
έρημες λεωφόροι
οι δρόμοι νεκροί
τα βήματά μου αντηχούν στα σοκάκια
σιωπή]
είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους
νεκρή.
Είμαι το πρόσημο μιας χειρονομίας
χωρίς αντίκρισμα
ένας ανελκυστήρας εκτός λειτουργίας
σε κάποια ουρανομήκη οικοδομή.
Είμαι μια περιστρεφόμενη πόρτα που περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της
εγκλωβίζοντας όποιον τολμά και εισέρχεται
σε μια ατέρμονη λούπα.
Είμαι ένα τυφλό παράθυρο που κοιτάζει τον εαυτό του
τραυματίζοντας θανάσιμα με το γυλιό της όρασης
μια συνείδηση τούβλα.
Είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους που κατοικεί τον εαυτό της
πηδώντας τον άνεμο που τη διέρχεται
ζητώντας ταυτότητα
[τους δρόμους σαρώνοντας
μικρό παιδί περπατώντας
στον ουρανό σκοτεινιάζοντας
τα σύννεφα κι
άλλο
δίνη
τα χέρια στο στόμα χωνί
καμία φωνή
και μεγαλώνει
συνέχεια
μεγαλώνει το παιδί
δεν αλλάζει
η πόλη
περιπλανιέται
τα χρόνια περνούν
ο χρόνος όχι]
Είμαι η κυλιόμενη σκάλα στα έρημα Mall που καταπίνει τον εαυτό της
και τον ξερνά απ’ την άλλη μουγκρίζοντας
είμαι ο χρόνος που δεν έχω
η συνείδηση του μέλλοντος που στερούμαι
είμαι ο χρόνος μέσα στον χρόνο
η φωνή πίσω από τη φωνή μου.
Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
περιφέρεσαι σε κάποια ανύπαρκτη διάσταση
και χάνεσαι – είμαι
το μάταιο θυρόφυλλο στο βάθος κάποιου κήπου
ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΠΑΙΣΙΑ ΑΧΡΗΣΤΕΜΕΝΗ ΠΟΡΤΑ
σφηνωμένη σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο
που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
όπως εξαφανίζεται η ρωγμή στο τείχος
διανοίγοντας ανίδωτους δρόμους στη ραχοκοκαλιά της πέτρας.
Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
μια πόρτα για τα χαμένα παιδιά.