Πάει κι αυτό το φθινόπωρο.
Ένα σύννεφο κι ένα πουλί
μεγαλύτερος.
Λυσσομανούσε παγωνιά
το φθινόπωρο όλη νύχτα
πίσω από τα βουνά.
Το φθινόπωρο
τσιρίζει ψύχρα
κάθε φορά που ανοίγει πόρτα.
Ξεπάγιασαν φθινόπωρο
στα χείλια μου
οι λέξεις.
Φεύγω κι αφήνω πίσω μου
δύο φθινόπωρα αγάπη.
Παράξενο λουλούδι
ο ουρανός του φθινοπώρου.
Ένας έρημος δρόμος:
νυχτώνει.
Κάποτε, κάποτε, τα σύννεφα
θέτουν εκτός υπηρεσίας
τους ρεμβαστές του φεγγαριού.
Βγες έξω να δεις
πως ανθίζουν τα λουλούδια
στη φτώχεια.
Μετά το 1680 ο Μπασό αποτραβήχτηκε σε μια καλύβα στα περίχωρα του Έντο (το παλιό Τόκυο), και στο κατώφλι της φύτεψε μια μπανανιά (basho), που έγινε σύμβολο της ποιητικής του ευαισθησίας και του χάρισε το όνομα Μπασό με το οποίο καταξιώθηκε. Ζούσε ως ερημίτης, αφιερωμένος στην παράδοση του Ζεν, και περιηγήθηκε στις πιο απόμακρες επαρχίες της χώρας, γράφοντας τα γνωστά ταξιδιωτικά του ημερολόγια, τα οποία είναι αυτοβιογραφικά κείμενα που χαρακτηρίζονται από διεισδυτική παρατήρηση, θρησκευτικό στοχασμό και συνδυάζουν την ευγένεια του στίχου και τη λεπτότητα της ζωγραφικής. Ο Μπασό αρρώστησε και πέθανε το 1694 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Οζάκα.
Αρρώστησα.
Μόνο τα όνειρά μου
συνεχίζουν το ταξίδι
σ’ αυτήν την ερημιά.
(είναι το τελευταίο Χαϊκού που έγραψε Μπασό, λίγο πριν πεθάνει)