Δεν σου λέω πως
κάποια πρωινά γέρνω
στον τοίχο του υπνοδωματίου
με το ένα χέρι στο στήθος μου
ότι τα βράδια
καθώς περπατώ ανάμεσα σε οθόνες
φως από τους φανοστάτες,
υπάρχει ένα παράθυρο απ’ όπου βλέπω
εμένα. Προσπαθώ
να βρω τον δρόμο μου,
περνώντας μουντζουρωμένα γκράφιτι
δρόμων στενών, περνώντας
τα κλειδωμένια μαγαζιά,
τις καγκελόπορτες από τα πάρκα.
Δεν σου λέω ότι
περνώντας απ’ τα κλαμπ πήχτρα
άντρες με γκλίτερ, αισθάνομαι
τέρμα λαγνεία
και οίκτο: θέλω να βάλουμε
τα ρούχα μας και να φύγουμε.
Νομίζω πως κοντεύω
όταν περνάω έναν διαβάτη
και σκέφτομαι
θα μπορούσα να σε ερωτευτώ
ακόμα κι αν αυτός δεν γυρνά
να χαιρετήσει
καθώς μένω στο κράσπεδο
μετρώντας τα δευτερόλεπτα
στην πλάτη του.
―Σαρίφ Σάναχαν