Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΑΝΕΥ ΟΡΩΝΚι όμως, πολλοί γονείς δεν αγαπούν τα παιδιά τους
#ΣΤΗΛΕΣ:

Κι όμως, πολλοί γονείς δεν αγαπούν τα παιδιά τους

Μια από τις πέντε πυρηνικές υπαρξιακές ανάγκες που είναι άκρως απαραίτητο να ικανοποιηθεί τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή είναι η ανάγκη της συναισθηματικής σύνδεσης, τουλάχιστον με τους σημαντικούς Άλλους της ζωής μας.

Αναφέρομαι στις ανάγκες αυτές ως πυρηνικές-υπαρξιακές ακριβώς γιατί η ισχύς τους είναι ανάλογη της πείνας ή της πείνας.Μπορεί κανείς να παριστάνει ή να “παραμυθιάζεται” ότι δεν διψάει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί πραγματικά να τον ξεδιψάσει.   

Και βέβαια, συναισθηματική σύνδεση σημαίνει τρία πολύ πολύ συγκεκριμένα “πράγματα”. Και τα τρία! 

Πριν απ’ όλα, συναισθηματική σύνδεση σημαίνει σημαίνει συναισθηματική κατανόηση. Με άλλα λόγια, ιδιαίτερα όταν είμαι παιδί, τουλάχιστον η βασική μου φροντιστική φιγούρα (μητέρα ή όποιος άλλος έχει αναλάβει τον ρόλο αυτό) είναι “εκεί” για να αναγνωρίσει και να επικυρώσει το όποιο συναίσθημα μου, την όποια στιγμή και με όποια αιτία αυτό εμφανίζεται. Αν για παράδειγμα, ένα παιδί επιστρέφοντας από το σχολείο κλαίει γιατί κάτι συνέβη και η μητέρα αποτρέψει την αυτοέκφραση αυτή του παιδιού λέγοντας πως “τα αγόρια δεν κλαίνε”, τότε είναι προφανές πως η μητέρα δεν προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική κατανόηση και άρα η ανάγκη για συναισθηματική σύνδεση παραμένει ανεκπλήρωτη. 

Η δεύτερη διάσταση της συναισθηματικής σύνδεσης είναι η σωματική επαφή. Οι αγκαλιές, τα χάδια, τα φιλιά, η στοργή. Αρκετές έρευνες μάλιστα υποδεικνύουν ότι ακόμη και η βίαιη σωματική επαφή, η σωματική κακοποίηση δηλαδή, ίσως και να είναι ψυχοσυναισθηματικά λιγότερο επιβλαβής από την ολοσχερή απουσία σωματικής επαφής. Κοντολογίς, απουσία σωματικής επαφής σημαίνει απουσία συναισθηματικής σύνδεσης.

Η τρίτη διάσταση αφορά στην “υλική” επιμέλεια, φροντίδα, του παιδιού, κάτι που πολύ συχνά κακώς ταυτίζεται με την ίδια τη συναισθηματική σύνδεση, καθώς πολλοί γονείς θεωρούν πως είναι αρκετή αυτή η “υλική” φροντίδα, η παροχή δηλαδή ρούχων, παιχνιδιών ή σχολικής υποστήριξης, για να καλυφθούν οι συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού.

Συμπερασματικά, έστω και αν μία από τις παραπάνω διαστάσεις της συναισθηματικής σύνδεσης δεν εκπληρώνεται, ο παιδικός ψυχισμός βιώνει, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, συναισθηματική στέρηση, που πιθανότατα θα εξακολουθήσει και στην ενήλικη ζωή του ατόμου, αφήνοντας μια διαρκή αίσθηση πως “κάτι λείπει” σε όλες τις ενήλικες σχέσεις του. 

Κάπως έτσι, αν και ισχύει το κοινωνικό στερεότυπο ότι οι γονείς μας είναι οι πρώτοι άνθρωποι που μας αγάπησαν και θα μας αγαπούν πάντα και θα είναι δίπλα μας ό,τι κι αν γίνει, αυτό μάλλον αρκετά συχνά δεν συμβαίνει. 

Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν αυτό δεν είναι στην επίγνωση μας και εύλογα επιμένουμε να προσδοκούμε -συχνά με εμμονικό τρόπο- να εισπράξουμε ακόμη και σαν ενήλικες πλέον την παιδική αγάπη που δεν εισπράξαμε. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δυσχερή, όταν εξαιτίας αυτής ακριβώς της ελλειμματικής παιδαγωγικής στις συναισθηματικές συνδέσεις,δυσκολευόμαστε να συγκροτήσουμε υγιείς συναισθηματικές σχέσεις και σχεδόν αναγκαστικά επιστρέφουμε ξανά και ξανά, αν και ενήλικες πλέον, στους γονείς μας ως τους μοναδικούς πυλώνες συναισθηματικής στήριξης στη ζωή μας.       

Αν μεγαλώσαμε μαθαίνοντας ότι τα συναισθήματα δεν ισχύουν, ότι δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας (εκτός ίσως από τον θυμό), αν τα συναισθήματα χαρακτηρίζονταν ως “άσχημα” και κάθε φορά που κλαίγαμε μας τιμωρούσαν, αν μεγαλώσαμε με ανικανοποίητη την υπαρξιακή ανάγκη της συναισθηματικής σχέσης, νιώθοντας ότι είμαστε μόνοι σ’ έναν “άκαρδο κόσμο”, αυτή η πρώϊμη παιδική εμπειρία μας οδηγεί να συνδεόμαστε με λάθος τρόπο ή να μην συνδεόμαστε καθόλου -προκειμένου να αποφύγουμε την οδύνη που μάθαμε ότι σημαίνει η σχέση- και μας παλινδρομεί διαρκώς σε μια πάντα επώδυνη και απεγνωσμένη προσπάθεια διόρθωσης του παρελθόντος. Όπως ο δολοφόνος που γυρίζει πάντα στον τραυματικό τόπο του εγκλήματος, επιστρέφουμε ξανά και ξανά στους γονείς μας αποζητώντας την συναισθηματική υποστήριξη που δεν πήραμε σαν παιδιά. Αν και ενήλικοι πια, μια πτυχή του εαυτού μας, συνεχίζει να αγανακτεί με τους γονείς και να νιώθει αγανακτισμένος, εγκαταλειμένος και πληγωμένος. Γεμάτοι αγωνία, προσπαθούμε να ξαναχτίσουμε τη διαλυμένη σχέση με τους γονείς μας, τηλεφωνούμε για να προσπαθήσουμε να τους μιλήσουμε για τη ζωή μας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Ωστόσο, εκείνοι είναι πάντα απασχολημένοι, έχουν πάρα πολλά να κάνουν και δεν μπορούν να ασχοληθούν μαζί μας εκείνη τη στιγμή ή ακόμη χειρότερα μας αποπαίρνουν, μας ματαιώνουν και για μια ακόμη φορά αρνούνται να αναγνωρίσουν και να επικυρώσουν το συναίσθημα μας, που τους μοιάζει ανόητο, άχρηστο, παράλογο ή αναίτιο. 

Το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντα εκείνο το βαθύ αίσθημα απόρριψης, ματαίωσης ή αναξιότητας για αγάπη, που τόσες και τόσες φορές έχει “παιχτεί” στη ζωή μας.

Πρόκειται για έναν εξαιρετικά οδυνηρό φαύλο κύκλο, ένα μοτίβο προσωπικής αναξιότητας, αφού ένα παιδί που δεν αγαπιέται από τους γονείς του, μαθαίνει όχι να μισεί τους γονείς του, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. 

Η διακοπή αυτού του επαναλαμβανόμενου μοτίβου έχει μια βασική προϋπόθεση. Την συνειδητή αναγνώριση ότι οι γονείς μου δεν είχαν τη συναισθηματική ικανότητα να με υποστηρίξουν όπως χρειαζόμουν. Ότι οι γονείς μου δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην υπαρξιακή μου ανάγκη για συναισθηματική σύνδεση.Ότι οι γονείς μου με αγαπούσαν, αλλά ο τρόπος που με αγαπούσαν με έβλαψε Κι’ αυτό σημαίνει, πως όπως και να έχουν τα πράγματα, το ελάχιστο που μπορώ να κάνω είναι να πάψω να προσδοκώ την συναισθηματική υποστήριξη των γονιών μου, όταν δυσκολεύομαι στη ζωή μου.

Όπως το περιγράφει η Α.Κ. “είναι καιρός να απομακρυνθώ και να αναγνωρίσω ότι οι γονείς μου δεν θα είναι ποτέ συναισθηματικά δίπλα μου με τον τρόπο που χρειάζομαι και ότι είναι καλύτερο να διακόψω αυτούς τους δεσμούς μου μαζί τους. Μπορώ να έχω σχέσεις με τους γονείς μου, αλλά με άλλους τρόπους και όχι σε ότι αφορά την ικανοποίηση των συναισθηματικών μου αναγκών. Γιατί το να με “απορρίπτουν” οι γονείς μου είναι σαν να με εγκαταλείπουν ξανά και ξανά, αναζωπυρώνοντας το τραύμα που έζησα, ανοίγοντας αυτή την παλιά πληγή. Είναι καιρός να επανεκτιμήσω τη σχέση μου με τους γονείς μου και πότε μπορώ να πάω σε αυτούς για να καλύψω τις ανάγκες μου και πότε όχι, για χάρη της δικής μου ψυχικής υγείας”.

Κι αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, εγωϊστικό. Αντιθέτως, είναι όρος επιβίωσης. 

*ΜSc, Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος.

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης