Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΑΓράμμα από τη γυναίκα του πρωτομάστορα

Γράμμα από τη γυναίκα του πρωτομάστορα

Γράφουν οι: Δανάη Βραχίμη & Μαρίλια Χριστοφόρου, 1η τάξη

Αγαπητέ διαβάτη,

Ελπίζω να ξέρεις ότι περπατάς πάνω από το πτώμα μου. Αιώνες τώρα… Ελπίζω να ξέρεις ότι εσύ και όλοι όσοι πέρασαν πριν από σένα πατάτε πάνω από το πτώμα μου. Αιώνες τώρα…

Πριν να θαφτώ στο απόλυτο σκοτάδι, πριν πεθάνω, πριν με προδώσει ο άντρας μου, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα πέθαινα έτσι. Άραγε διαβουλεύτηκαν οι μάστορες μεταξύ τους πριν πάρουν την απόφαση να με θυσιάσουν; Άραγε σκέφτηκαν πώς θα ένιωθα την ώρα της θυσίας; Λένε ο λόγος ήταν ιερός. Λένε θυσιάστηκα για το καλό του συνόλου.

Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα πέθαινα έτσι. Ήμουν τόσο χαζή τελικά; Πώς δεν κατάλαβα πως ο άντρας μου θα με πρόδιδε; Πώς δεν κατάλαβα ότι ένας πρωτομάστορας θα έκανε τα πάντα για να μείνει «πρώτος»; Πρωτομάστορας σου λέει… Κι ας έριχνε τον μέγα λίθο, κι ας έθαβε για πάντα τη γυναίκα του στα σπλάχνα του γιοφυριού της Άρτας. Για να στεριώσει λένε. Για να στεριώσει ένα, κι ακόμα ένα, κι ακόμα ένα γιοφύρι, τρεις αδερφάδες θυσιαστήκαμε. «Κακογραμμένες» λένε. Αστεία πράγματα που μας έλεγαν και τα πιστεύαμε. Γιατί «κακογραμμένες»; Τι βολικό! Κακογραμμένες και πάει τελείωσε. Ποιος μας κακόγραψε δεν μας λένε. Αιώνες τώρα…

Αν ήξερα, θα τον παντρευόμουν; Μ’ έβαλε να ξοδέψω όλα τα χρήματα του συγχωρεμένου του πατέρα μου, για να κτίσουμε το σπίτι μας. «Είναι καθήκον του πατρός σου», μου είπε. Και το δέχτηκα. Σπίτι ήθελε, σπίτι να κτίσουμε. Παιδιά ήθελε, παιδιά να κάνουμε. Ούτε μια φορά δεν με ρώτησε τι ήθελα εγώ. Ακόμα κι όταν ήθελε να με παντρευτεί, τη μάνα μου ρώτησε. Κι όταν εκείνο το καταραμένο το πουλί – τι βολικό, ένα πουλί! – ήρθε και λάλησε «με ανθρώπινη λαλίτσα», πιστέψανε όλοι το πουλί και η γυναίκα του πρωτομάστορα έπρεπε να θυσιαστεί.

Κι ακόμα και τότε, την ώρα του θανάτου μου – ναι ακόμα κι αυτή θέλησαν να μου την κλέψουν – δεν με άφησαν να ορίσω το τέλος μου. Με έπνιξε η οργή και ο θυμός, με έπνιξε η προδοσία, με έπνιξε η απόφαση του πρωτομάστορα που τάχα λυπημένος υπάκουσε στη φωνή του πουλιού. Καταράστηκα με όλη μου τη δύναμη κάθε διαβάτη αυτού του γιοφυριού, καταράστηκα με όλη μου τη δύναμη κάθε έναν που τόλμησε να σκεφτεί ότι με τη δική μου την ψυχή θα στεριώσει το δικό του το γιοφύρι. Μα το μυαλό του άνδρα που ονειρεύεται μεγαλεία, εύκολα σκαρφίζεται τρόπους να ξεγλιστρά. «Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει». Και τον άλλαξα τον λόγο. Μαλάκωσε η ψυχή μου στη σκέψη του μονάκριβου αδερφού μου και την έσπασα την κατάρα… Βλέπεις, διαβάτη, ακόμα και εκείνη τη στιγμή πίστευα πως οι άνδρες είναι πιο σημαντικοί, ο αδερφός πιο σημαντικός από την αδερφή, ο άντρας πιο σημαντικός από τη γυναίκα, πίστευα ακόμα σ΄ αυτό το τόσο βολικό παραμύθι με το οποίο μεγαλώσαμε παιδιά και εγγόνια. Αιώνες τώρα…

Δεν ξέρω πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνη τη μοιραία μέρα. Ξέρω όμως ότι κάθε φορά που μια γυναίκα πνίγει ένα δικό της όνειρο για τους γονείς της, για τον άντρα της, για τα παιδιά της, για τον Α, τον Β, τον Ω, για «το καλό του συνόλου», έρχεται η καημένη η ψυχή της και κάθεται εδώ στο σκοτάδι της αδικίας μαζί μου. Αιώνες τώρα αμέτρητες ψυχές πνίξαμε τη φωνή μας. Έπνιξαν τη φωνή μας. Ξέρω ότι κάθε φορά που ο άντρας «ρίχνει μέγα λίθο» για να δέσει αιώνια μαζί του τη γυναίκα που περνά για κτήμα του, έρχεται η καημένη η ψυχή της και κάθεται εδώ στο σκοτάδι της σιωπής μαζί μου. Μα μαζευτήκαμε τόσες πολλές, που η σιωπή έγινε μουρμουρητό, έγινε κραυγή, έγινε ιαχή.

Και τώρα πλέον μπορώ να το πω. Ναι, είμαι γυναίκα και έχω φωνή!

Και φωνάζω από τα σπλάχνα του γιοφυριού πάνω στο οποίο κτίστηκε ο κόσμος σου, διαβάτη, για να ακουστώ ακόμα και τώρα. Ακόμα κι αν εσύ, καημένε διαβάτη, που διαβάζεις τώρα το γράμμα μου, δεν διερωτήθηκες ούτε μια στιγμή «άραγε πώς να έλεγαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα;». Φωνάζω, για ν’ ακουστώ και με όλη τη δύναμη της ψυχής μου σου λέω ότι με λένε Καρολάιν, με λένε Γαρυφαλιά, με λένε Ελένη, με λένε Βίκυ, με λένε Μαρία, με λένε τόσα πολλά ονόματα που μπορώ να φωνάζω για μέρες, για χρόνια, για αιώνες.

Ξέρεις, τις πρώτες φορές που η φωνή μου έφτανε στα αυτιά ενός διαβάτη, τρόμαζαν. Έτρεχαν να φύγουν. «Στοιχειωμένο», έλεγαν, «είναι το γιοφύρι». Πλέον έχει καταντήσει κουραστικό. Φύγε, αν τρόμαξες. Δεν μου καίγεται καρφί. Μα αν, καλέ μου διαβάτη, νιώθεις τον πόνο μου, τη θλίψη, την απόγνωση και την απογοήτευσή μου, θέλω να είμαι η αιτία που δεν θα αδικήσεις ποτέ σου κανέναν άνθρωπο, ούτε άντρα ούτε γυναίκα. Κι αν κάποτε θέλεις να στεριώσει ένα γιοφύρι, αλίμονο, μην ακούσεις κανένα πουλί. Θυσίες με τους θανάτους άλλων δεν λέγονται θυσίες. Δολοφονίες λέγονται. Κοίταξε γύρω σου. Λείπουν πολλοί.

Και κυρίως πολλές.
Στο καλό, διαβάτη.
Από τα σπλάχνα του γιοφυριού
Μια δολοφονημένη.
Αιώνες τώρα…


Ο θρύλος γύρω από το κτίσιμο του Γεφυριού της Άρτας
Σύμφωνα με το Χρονογράφο της Ηπείρου, το Γεφύρι της Άρτας κτίστηκε πάνω από τον Αραχθό ποταμό, τους Ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά πήρε τη σημερινή του μορφή το 1602 όταν η Άρτα έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Τα έξοδα για την επιδιόρθωση του, ανάλαβε ο Αρτινός παντοπώλης, Ιωάννης Θιακογιάννης. Όμως, σύμφωνα με το μύθο το κτίσιμο του ήταν επεισοδιακό, διότι η μεσαία καμάρα, πιθανόν λόγο της ροής του νερού του ποταμού χαλούσε διαρκώς.

Σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι «1300 κτίστες, 60 μαθητές, 45 μάστοροι (μηχανικοί) υπό τον Αρχιμάστορα, προσπαθούσαν να κτίσουν τη γέφυρα αλλά τα θεμέλια κάθε πρωί ήταν κατεστραμμένα. Τη λύση στο πρόβλημα, σύμφωνα και πάλι με το δημοτικό τραγούδι, έδωσε ένα πουλί με ανθρώπινη φωνή που τους είπε ότι για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα.

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.”

Ο πρωτομάστορας, για να φέρει σε πέρας το έργο που ανάλαβε, δεν δίστασε να θυσιάσει τη γυναίκα του. Το δε δημοτικό τραγούδι μας επιτρέπει να δούμε μια ακόμα φρικτή γυναικοκτονία «για να στεριώσει η γέφυρα»!

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης