Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΚάθε μετανάστης δεν είναι εχθρός. Είναι οι στυλοβάτες των σπιτιών μας

Κάθε μετανάστης δεν είναι εχθρός. Είναι οι στυλοβάτες των σπιτιών μας

Γράφει η Ανθή Ερμογένους*

Ιστορία 1

Μεγάλωσα σε χωριό έξω από την Λεμεσό. Σε ένα αδιέξοδο στο Κολόσσι όπου οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές και οι γείτονες πετάγονταν από την μια αυλή στην άλλη για να κάτσουν παρέα. Όλους στις ηλικίες των γονιών μας του λέγαμε θείε/θεία και τους μεγαλύτερους παππού. Μετακομίσαμε στο κέντρο της πόλης αλλά το αίσθημα που είχε το Κολόσσι το κρατούσαν ζωντανό οι σχέσεις μας με τους γείτονες. Μας ειδοποίησε ο παππούς ο Κοκής μια μέρα ότι η Νίκη η γυναίκα του άρχισε να ξεχνά και να μην είναι πολύ καλά. Η κόρη τους κανόνισε και έφερε μια κοπέλα από το Βιετνάμ να την προσέχει. Κοριτσάκι 20 χρονών. Το όνομα της δύσκολο να το προφέρουμε. Την βαφτίσαμε Λουλού. Και της άρεσε.

Το πατρικό μου σπίτι το πήρε η αδερφή μου και εκεί γέννησε την κόρη της την Βερόνικα. Η Λουλού συνέχεια έμπαινε από την αυλή και ερχόταν να δει την Βερόνικα. Η αδερφή μου όταν είχε δουλειές άφηνε την Βερόνικα στη Λουλού. Όλη μέρα η μικρή κι η Λουλού φώναζαν η μια της άλλης από τις δίπλα αυλές και χαϊρεντίζονταν. Τα χρόνια πέρασαν κι η Νίκη πέθανε αφήνοντας μόνο τον παππού τον Κοκή και τη Λουλού. Η Λουλού έκλαιγε με σπαραγμό στο νοσοκομείο και την κηδεία. Στάθηκε με τα παιδιά και τον παππού να την συλλυπηθούν. Εκεί που της άξιζε να σταθεί. Γιατί αγάπησε τους ανθρώπους και είχε ζωή εδώ. Μακριά από φίλους κι οικογένεια στο Βιετνάμ, έκτισε σχέσεις αγάπης εδώ. Φίλους γείτονες που τους φρόντιζε και τους αγαπούσε όχι σαν να ήταν η δουλειά της αλλά η ζωή της.

Όταν έφτασε η μέρα να φύγει έζησε δεύτερη απώλεια και νέο ξεριζωμό. Τώρα είναι στο Βιετνάμ τα τελευταία χρόνια και όμως κάθε τόσο μας στέλνει στο facebook. Κάθε φορά που βάζω φωτογραφίες της Βερόνικας μου στέλνει φάτσες κλαμένες και γράφει μακρόσυρτα το όνομα, Βερόοονικκκαααα….. Η Βιετναμέζα της γειτόνισσας θα την λέγατε εσείς.

Ιστορία 2

Η Θεοδώρα τις ώρες που την πρόσεχε η γιαγιά της, την φρόντιζε και της μαγείρευε η Μάριμπελ από τις Φιλιππίνες. Η Μάριμπελ έκανε κάθε μέρα κοτσιδάκια και πλεξούδες περίτεχνες στη Θεοδώρα. Καθόταν με τις ώρες και της έβαζε καρτούν εκπαιδευτικά και της τα εξηγούσε. Η Θεοδώρα μάθαινε Αγγλικά από την Μάριμπελ. Τελειωμένη νοσηλεύτρια στον τόπο της. Μαγείρευε κάθε μέρα κεφτέδες και ειδικά φαγητά που αρέσουν στην μικρή ξεχωριστά από την υπόλοιπη οικογένεια για να της κάνει τα χατίρια. Έφυγε μετά από 10 χρόνια αλλά ζητά από την μητέρα της Θεοδώρας να της στέλνει βίντεο με την μικρή και νιώθει περήφανη που την βλέπει να πηγαίνει στο νηπιαγωγείο και μετα στο δημοτικό, φέτος στο γυμνάσιο. Η Φιλιππινέζα της Μύριας θα την λέγατε εσείς.

Ιστορία 3

Ενάμιση λίτρο γάλα ημερησίως βγάζει μια κοινή κατσίκα στο άρμεγμα. Ενάμιση λίτρο σε 2 λεπτά με τους μηχανισμούς αρμέγματος. Πολύ περισσότερες ώρες αν το κάνει ένας εργάτης με τα χέρια του. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη στα χέρια να το κάνεις. Ίσως και να ανήκει στα βαρέα κι ανθυγιεινά επαγγέλματα. Μας παίρνουν τις δουλειές. Μπορούμε να το λέμε αυτό μιας κι ο μέσος Κύπριος στέλνει σε στοίβες βιογραφικά για να αρμέγει 200 ζώα σε περιοχές στη μέση του πουθενά και οι κτηνοτροφικές μονάδες προτίμησαν τον Φαήσαλ. Και τους πήρε τη δουλειά… Τα χέρια του Φαησάλ είναι σχεδόν ανάπηρα από τη δουλειά. Πάει όμως κάθε μέρα. 13 χρόνια στην Κύπρο, 13 χρόνια μένει σε ένα σπιτάκι με €200 ενοίκιο. 13 χρόνια το πληρώνει στην ώρα του. Πεντακάθαρο, καλοστρωμένα σεντόνια, τραπεζομάντηλα στα τραπέζια, χλωρίνη στην τουαλέτα, αυλή χωρίς χόρτα, με πεντακάθαρα μάρμαρα, ένα τραπέζι κουζίνας με 3 καρεκλίτσες, 2 καναπέδες και μια μικρή παλιά τηλεόραση που παίζει μόνιμα καρτούνς. Θα σας πω μετά γιατί παίζει μόνιμα καρτούνς..

13 χρόνια στο χωρίο και κατέβηκε μια φορά μόνο να πιει μια μπύρα €2 στο καφενείο του χωριού. Να φύγεις του είπε η ιδιοκτήτρια. Γιατί; Της λέει. Δε γίνεται ξένους στο καφενείο του λέει. Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε.

Τα τελευταία 5 χρόνια φιλοξενεί την Ιχσάντ και την κόρη της. Και η τηλεόραση του παίζει μόνο καρτούνς για την μικρή. Η Ιχσάντ έμενε στη Λευκωσία, ήρθε από το Μαρόκο με άδεια συγκεκριμένης εργασίας σε μπαρ. Για να γλιτώσει τις συνθήκες που φαντάζεστε ότι εργαζόταν έφυγε από το μπαρ έγκυος. Γέννησε εδώ, μιλά Ελληνικά, μένει σε χωρίο 50 κατοίκων, με βαρύ εθνικισμό κι αντιμουσουλμανισμό. Την κατηγόρησε η γειτόνισσα ότι της έκλεψε ζαμπόν και παστίτσιο. Ζαμπόν χοιρινό και μακαρόνια με κιμά χοιρινό….. Μετανάστες για καλύτερη ζωή που κάποιοι έπεσαν σε ανθρώπους αυτονόητα ανθρώπους. Κάποιοι σε ρατσιστοειδή που αναγνωρίζουν μόνο τον τουρίστα ως καλό ξένο. Όχι τον σκλάβο της πολιτείας αυτής. Όχι τον Σύριο, όχι τον Σριλανκέζο, όχι τον Πακιστανό, όχι τον Βιετναμέζο. Που όμως αγαπά ακόμα τον τόπο και δεν το κάνει εύκολα να ξεριζωθεί γιατί νιώθει κομμάτι του τόπου αυτού. Και γιατί έχει γνωρίσει και 10 ανθρώπους που είναι πλέον οι φίλοι, η ζωή, οι άνθρωποι τους εδώ… Ο Αράπης θα πείτε εσείς. Η πουτάνα η μαυρού θα πείτε.

Ιστορία 4

Δεν θα πω τα ονόματα. Είναι μια ιστορία τρομερά συγκινητική αλλά αγαπώ τόσο πολύ την ιστορία αποδοχής που τελικά κέρδισε αυτή η οικογένεια που δεν θέλω να τους φωτογραφίσω και να θυμηθεί κόσμος ξαφνικά ότι δεν είναι και τόσο Κύπριοι. ‘Ήρθαν από τη Συρία διωγμένοι. Πολιτικοί πρόσφυγες. Αγωνιστής πατέρας. Περίμενε χρόνια άδεια εργασίας και καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα. Στη χώρα του ήταν κυνηγημένος. 4 παιδιά εδώ. Σχολείο Ελληνικό. Καλοί μαθητές. Δεν θυμόντουσαν καν να μιλήσουν Αραβικά. Κοροϊδία το migration. Δεν εξέταζαν τον φάκελο. Τα χρόνια περνούσαν. Ο μπαμπάς δούλευε παράνομα σε ορνιθοτροφεία να ζήσουν. Τον ανακαλύπτουν. Πάνε να τους απελάσουν. Ήρθε στο δικηγορικό γραφείο που δούλευα όλη η κοινότητα και όλο το σχολείο. Θα απελάσουν τα παιδιά, μα δε γίνεται, τους αγαπούμε, είναι φίλοι μας είναι η πιο καλή οικογένεια. Μεγάλη κινητοποίηση από τον Δήμο τους στα Πολεμίδια. Συγκινηθήκαμε πολύ στο γραφείο.

Ήταν η πρώτη υπόθεση που έπεσε στα χέρια μου και την αντίληψη μου όταν ήρθα από τις σπουδές στη Νομική. Κάναμε καβγάδες στην υπηρεσία να κινηθούν οι διαδικασίες. Έμειναν τελικά μετά από χρόνιες ασταμάτητες μας πιέσεις να το κερδίσουν αυτό. Ο μπαμπάς πέθανε. Τα παιδιά μεγάλωσαν σπούδασαν πρόκοψαν. Ερωτεύτηκαν παντρεύτηκαν βγαίνουν και είναι οι πιο αποδεκτοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει. Τους έχασα για χρόνια. Κάποια στιγμή εντόπισα πριν λίγα χρόνια τον μεσαίο, τον καλλιτέχνη. Τυχαία πολύ γιατί δεν ήξερα ότι είναι κολλητός με την αδερφή μου. Μόνο το όνομα παραπέμπει στον ξεριζωμό του μπαμπά τους από άλλον τόπο. Αυτοί μεγάλωσαν εδώ, αυτό τον τόπο ξέρουν, εδώ έχουν ζωή και ταυτότητα. Θα τους έδιωχναν να τους στείλουν που; Στη Συρία; Πως διώχνεις κάποιον χωρίς να προσωποποιήσεις την ιστορία που έχει πίσω του πρώτα πρώτα ο κάθε άνθρωπος. Μα είσαι Αράπης; Τον ρώτησε μια φορά ένας γνωστός μου. Απάντησα εγώ, Ναι είναι λίγο. Εσύ, Είσαι μαλάκας;

Αράπη θα τον πείτε ίσως εσείς.

Ιστορία 5

Η Τουκ. 8μιση χρόνια κοντά μας προσέχει την γιαγιά και τον παππού. Δεν μιλούσε Αγγλικά δεν μιλούσε Ελληνικά όταν ήρθε. Δεν ήξερε από φούρνους ηλεκτρικές συσκευές και νεροχύτες για το πώς πλένουν πιάτα. Έμαθε. Εκτός από τη γιαγιά μου, την αμετακίνητη από το καροτσάκι βαριά γιαγιά με το σχεδόν κωματώδες άλτσχαϊμερ, εκτός από τον άρρωστο παππού μου, πεταγόταν και στην κυρία Ελένη την γειτόνισσα να την βοηθά με το εγγόνι της που το κρατούσε και του έπαιζε και τους έδειχνε τις φωτογραφίες των παιδιών της στο Βιετνάμ. Βάλαμε ίντερνετ στο σπίτι του παππού και της αγοράσαμε τάμπλετ και κινητό με κάμερα και χαιρόταν να τους παίρνει τα βράδια να τους δείχνει την νέα της «οικογένεια» εδώ. Πέρυσι κόψαμε εισιτήριο και πήγε Βιετνάμ να τους δει. Η κόρη της η μικρή ήταν 2 όταν έφυγε και έγινε 10 όταν θα την επισκεπτόταν… Μας έπαιρνε τηλέφωνο με κάμερα να μας δείξει το σπίτι και την οικογένεια της. Λες κι ήμασταν η άλλη οικογένεια της εδώ στην Κύπρο κι ένιωθε να θέλει να μας παίρνει κάθε μέρα. Την μέρα που θα επέστρεφε ο παππούς μου έπαθε πανικό από την χαρά του την περίμενε στο αεροδρόμιο με λουλούδια. Η Τουκ στα πάρτυ της οικογένειας τραβούσε βίντεο την κάθε στιγμή και τα έστελνε στο Βιετνάμ. Κάθε μεσημέρι μαγείρευε πιο μεγάλη ποσότητα για να πάρει κι η μάνα μου φαϊ μιας και δούλευε.

Κυριακές αρνιόταν να βγει να πάει να δει φίλους παρά το ελεύθερο της. 8 χρόνια προτιμούσε να νιώθει ότι δεν αφήνει τη γιαγιά μόνη. Στον ίδιο δρόμο έμεναν κι άλλες κοπέλες από το Βιετνάμ που πρόσεχαν άλλους ηλικιωμένους. Η πόρτα ήταν ανοικτή και μαζεύονταν εκεί στον παππού μου κάθε βράδυ και έκοβαν μεζεδάκια και ο παππούς μου χαιρόταν που είχε ζωή το σπίτι. Η Τουκ όταν με έβλεπε στην τηλεόραση, φωτογράφιζε την τηλεόραση με την φάτσα μου και το πόσταρε περήφανη στο ΦΒ. Πέρασα πολλές φορές απροειδοποίητα απ’ έξω και παρακολουθούσα τα πρώτα χρόνια χωρίς να με αντιληφθεί. Χάιδευε την γιαγιά, την κτένιζε, της μιλούσε και γελούσε και της τραγουδούσε Βιετναμέζικα, της φώναζε Ανδρονίκη πολύ όμορφη, πολύ καλή.

Όταν αρρώστησε ο παππούς ερχόταν στο νοσοκομείο και έκλαιγε από πάνω του και δεν την συγκρατούσαμε. Τα βράδια δεν κοιμόταν και μας τηλεφωνούσε συνέχεια. Όσο της λέγαμε χειροτέρευε, παραπάνω το κλάμα. Στην κηδεία έκλαψε σαν να ήταν παιδί του. Έλεγε η θεία μου, θα ΄ρθει η μέρα που θα φύγει για το Βιετνάμ και θα λέμε το όνομα Τουκ και θα κλαίμε. Ήρθε η μέρα 8 χρόνια μετά. Πήγαμε το προηγούμενο βράδυ της αναχώρησης να πάρουμε μεζέδες να της κάνουμε ένα παρτάκι. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά Όλοι οι Κύπριοι γείτονες. Μας έλεγαν πόσο την αγαπούσαν και πόσο τους βοηθούσε σε ό,τι χρειάζονταν. Και πως τα βράδια πήγαιναν και κάθονταν μαζί της στην βεράντα και της έκαναν παρέα.

Ήρθε το πρωί και σηκώθηκα πήγα να την πάρω στο αεροδρόμιο. Η βαλίτσα της γεμάτη φωτογραφίες μας. Όταν δεν έκλεινε η βαλίτσα, έβγαζε ρούχα και πιτζάμες να χωρέσει τις κορνίζες με τις φωτογραφίες του παππού, της γιαγιάς, των μωρών. Έκλαιγε ασταμάτητα. Η μάνα μου πίσω της. Είσαι αδερφή μας της έλεγε. Εγώ προσπαθούσα να το διακωμωδήσω, της έλεγα Τουκ σταμάτα θα σε κάνω στόρι στο ίνσταγκραμ. Και την ανέβαζα επί τόπου και γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα. Δεν το έκανε η ψυχή της να φύγει από το σπίτι, έμπαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έβλεπε τα κρεβάτια, το τραπέζι που καθόταν με τις φίλες της, χάιδευε τα πιάτα, χάιδευε την γιαγιά, τον καναπέ, μας αγκάλιαζε, έμπαινε και ξανάμπαινε στο σπίτι να το χορτάσει σαν τελευταία ανάμνηση. Εδώ που για σχεδόν 9 χρόνια ήταν το σπίτι της, τα αντικείμενα της, η ζωή της. Η μαυρού της γιαγιάς σου θα πείτε.

*

Να μην πείτε. Αυτοί οι μετανάστες είναι φίλοι μας, οικογένεια μας. Να μην πείτε.

Να σκεφτείτε πρώτα μέσα σας πως είναι ένας ξεριζωμός. Πως είναι σαν να βγάζεις κομμάτια της ψυχής σου να τα αφήνεις σε έναν τόπο παρά την θέληση σου. Για τις βάρβαρες και τελεσίδικες ανάγκες ή αποφάσεις που σου έφερε η ζωή. Να σκεφτείτε πως κάθε άνθρωπος σε αυτή την ζωή κουβαλά πίσω του ιστορίες, μνήμες, βίαιες αποκοπές από ένα τους κομμάτι ζωής. Να σκέφτεστε, να σέβεστε.

*αρχισυντάκτρια

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης