Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΣχολεία & γονείς, δημιουργείτε τους μελλοντικούς ενήλικες με κατάθλιψη

Σχολεία & γονείς, δημιουργείτε τους μελλοντικούς ενήλικες με κατάθλιψη

Γράφει η Ανθή Ερμογένους*

Μου μιλά ένας παλιός μας φίλος για την κοινή μας συμμαθήτρια….
«Κάποτε όταν τη βλέπω μοιάζει λίγο νάρκισσος, ότι όλη η εικόνα της είναι σε πόζα. Ότι είναι άψυχη, πάντα στημένη».
Δεν του απάντησα κάτι για να μην παραβιάσω το βίωμα της. Στο σχολείο ήμασταν παραπάνω από αδελφές, έτσι ακολούθησε και στις σπουδές. Σπουδάζαμε σε άλλες πόλεις που ήταν μακριά, αλλά παίρναμε τρένα να βρεθούμε. Μια φιλία ποτέ σε πόζα.

Έχασε πριν το δεύτερο έτος πολλά κιλά. Αρνιόμουν να δω την ανορεξία, δεν ήξερα να την αντιμετωπίσω. Ήμασταν δεκαεννιά χρονών. Μετά είδα το κόκαλο του θώρακα κάτω από το κολλημένο πετσί του. Δεκαεννιά, ξι-δεκαεννιά, όταν βλέπεις έναν που αγαπάς πεθαμένο-ζωντανό, ξυπνάς. Πονούσα μαζί της κάθε μέρα, μέρα προς μέρα. Καθόμουν ατέλειωτες ώρες στα αμίλητα δίπλα της. Είμαι σίγουρη πως τίποτα από αυτά δεν θα θυμάται. Τέτοιες περιόδους τις διαγράφεις αν θα συνεχίσεις να ζεις, έτσι κι αλλιώς είναι θολές μνήμες αν είσαι σε τέτοια κατάσταση.

Ήρθαμε το καλοκαίρι εκείνο Κύπρο, αντί να είμαστε έξω με τα παιδιά της ηλικίας μας, καθόμασταν μέσα στο μικρό δωμάτιο που είχαν στην ταράτσα. Πώς να βγει; Επίτευγμα ήταν να βρει τη δύναμη να σηκωθεί να βουρτσίσει δόντια, να πάει στο μπάνιο. Κοιτούσα μαζί της, μπάστακας της, ώρες ατέλειωτες τον τοίχο. Την τάιζα στο στόμα. Κρατούσα το κουτάλι μέχρι να βρει δύναμη να το ανοίξει λίγο να της δώσω μισή κουταλιά γιαούρτι. Τώρα δεν θα τα θυμάται. Μιλούσε σπάνια, δεν είχε δύναμη να απαντά όταν της απευθυνόμασταν, όταν έλεγε κάτι, ήταν συγγνώμη. Αν τύγχανέ να βρει δύναμη να μιλήσει χρησιμοποιούσε πολύ το πάντα, το ποτέ και το τίποτα. Στο μυαλό της, τραμπάλιζε μεταξύ του ρεαλισμού και του παράλογου. Ένιωθε ότι ήταν βάρος μας.

Δεκαεννιά χρονών και κοιτούσα να δω πώς να τη βοηθήσω. Δεν μπορούσα να μιλήσω στους γονείς της. Δεν έψαχνα να βρω ξανά την φουλ εκδοχή της, την καλύτερη της τάξης, την ευφυέστατη γραφή, τη cool τύπισσα που έκλεβε το πατρικό αυτοκίνητο να πάμε τσάρκες. Που όλοι, οικογένεια, καθηγητές και σόι της προδιάγραφαν σίγουρη επιτυχία. Δεν έψαχνα ούτε αυτήν που μεσολάβησε μεταξύ σχολείου και ξεβρασμένης πια κατάθλιψης, την ετοιμόμαχη, που έπαιρνε φωτιά, επειδή έβλεπε τον εαυτό της στο αντικείμενο της επίθεσης της. Η απαίτηση να διεκπεραιώνει τα δικά της υπερ-εγώ τελειότητας, για λόγους συνέπειας, μεταβιβαζόταν ως απαίτηση και στους άλλους – να είναι άψογοι. Αυστηρή με την ίδια και με όλους… Δεν υπήρχε πια αυτός ο εαυτός, ο ίδιος που για να τον ικανοποιεί, την εξάντλησε. Αυτό που έψαχνα ήταν να βρω πως να μην τελειώσει οριστικά η ερωτική της σχέση με τα γεγονότα. Τη ζωή. Και πως να τελειώσει με ορισμένα.

Γεγονότα που μπορεί να μην έγιναν από προθέσεις κακές αλλά η κατάθλιψη και η ανορεξία ήταν προϊόντα τους. Η απαίτηση των γονιών μιας κι ήταν έξυπνη να αριστεύει, η απαίτηση των καθηγητών να ξέρει ακόμα κι όσα δεν της δίδασκαν, η απαίτηση των θείων να την δουν πετυχημένη, η απαίτηση της κοινωνίας να βγάλει στο μέλλον πολλά λεφτά αλλιώς θα ανατρέψει τα στατιστικά και θα είναι ένα αποτυχημένο στοίχημα, η απαίτηση των συμμαθητών μας – και των μανάδων τους για ρούχα ινν και μάρκες, για γυαλιστά μαλλιά, η απαίτηση των γκόμενων για στητά βυζιά, σηκωμένο κώλο, η απαίτηση του φρονιστηρίου να έρχεται παραπάνω ώρες για να μπει στη λίστα επιτυχόντων που θα έβαζαν στη διαφήμιση τους την επόμενη χρονιά, η απαίτηση της μάνας να την δικαιώνει αλλιώς θα τη φορτώνει ενοχές για την ταλαιπωρία στα αυτοκίνητα και τους δρόμους από μάθημα σε μάθημα το απόγευμα, η απαίτηση του πατέρα να μπει σε συγκεκριμένες σχολές που καμαρώνει κανείς να πει σε συναδέλφους. Κτύπησε υπερβάρδιες, κτύπησε burn-out, κτύπησε κόκκινο άγχους και φόβων μην καταλήξει λιγότερη της προοπτικής – και της αποδοχής τους.

Ταξίδευα με το τρένο 13 ώρες κάθε μήνα, καθόμουν μαζί της δύο βδομάδες, ούτε πατούσα στη Νομική τον μισό από τον κάθε μήνα, επί τρία χρόνια,. Δεν θα θυμάται. Μιλούσα με μια ψυχολόγο, φύλαγα από το χαρτζιλίκι μου να την πληρώνω, ή έλεγα στη μάνα μου ότι ήρθε πιο ακριβό το ρεύμα ή το πετρέλαιο. Αυτήν δεν την έπειθα να βρει δύναμη να πάει. Της έλεγα πράγματα να τη θυμώσω να αντιδράσει, κοιτούσε στα κενά. Η ψυχολόγος με καθησύχαζε πως θα ενεργοποιηθεί και θα επιβιώσει, αλλά μου είπε πως όταν συνέλθει θα της θυμίζω τη χειρότερη εποχή της και θα βρει άλλους τρόπους ζωής κι άλλους ανθρώπους. Και έτσι ετοιμάστηκα.

Την παρατηρώ τώρα από μακριά, την αγαπώ πάντα, η αδελφική σχέση τέλειωσε, δέχτηκα να μην μεταφέρω παρουσία από την πιο μαύρη εποχή της στο παρόν της, δεν ήθελα να της φορτώσω και εγώ σαν όλους προσδοκίες – προσδοκίες ανταπόδοσης – προσδοκίες να είναι και καλή φίλη μέσα στις άλλες υπεραπαιτήσεις που οι άνθρωποι πρέπει να εκπληρώνουμε σε τέτοιες ταχύτητες μιας χυδαίας για τους νέους εποχής. Χαίρομαι που είναι ζωντανή. Δεν βλέπω καμία πόζα όταν ντύνεται και βάφεται πολύ και κάθεται περήφανα, ξέρω πολύ καλά τι βλέπω πίσω από τον σημερινό κουκλίστικο εαυτό της, την χρόνια μάχη να μην επιστρέψει εκεί βλέπω. Πόζα μόνο τις ώρες που σχοινοβατεί να επιστρέψει βλέπω, μην το δουν και ξανα-απογοητεύσει. Παρατηρώ πάντα μην δω σημάδια να επιστρέφει.

Οι καταθλίψεις είναι δυστυχώς καπιταλιστικό αποκύημα. Ικανοποιούμε τους γονείς με επιτυχίες, «καλούς» γάμους, επιτοίχια πτυχία εις λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά και καριέρα, να έχουν να λένε για μας, να είμαστε το δόξα σοι των γονιών κι αυτοί το δόξα σοι της συνοικίας. Επιφορτισμένα παιδιά «καμάρια» να μείνουν πάντα καμάρια. Ευ-ζην αμφαλοδεμένα στο ευ-φαίνεσθαι. Αν δεν τους εκπληρώσεις όλες τις προσδοκίες που σου φόρτωσαν, ματαιώνεσαι. Αυτά είναι όσα φέρνουν κατάθλιψη. Τούτη η κοινωνία απορρίπτει τον ηττημένο.

Απόρριψη. Το παράπονο των προδομένων προσδοκιών. Κατάθλιψη. Ο καπιταλισμός είναι όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε η μποτίλια της κατάθλιψης. Γιατί για να τον εξυπηρετήσεις, ή να σε εξυπηρετήσει, πρέπει να φροντίσεις να πετύχεις. Δυσφορικό να είσαι απλά ένας άνθρωπος. Είναι η ανάγκη αρίστων. Δύση με κατάθλιψη. Κάποιοι δεν μεταβόλισαν όλη αυτή τη ματαιότητα του κύκλου, έβαλαν τέρμα στη ζωή τους. Και εσείς είπατε, τι ανεύθυνος, δεν σκέφτηκε τη μάνα, τα παιδιά του; Βασικά είπατε πως τους φόρτωσε, αποτυχία διαχείρισης. Αποτυχημένοι για εσάς και αυτοί. Στην εποπτική κοινωνία, γονιών και σχολείων που ξερνούν τους ηττημένους. Και που όταν μεγαλώσουμε γινόμαστε ρέπλικα τους. Επαναλαμβάνουμε. Ξερνούμε από τη ζωή μας ηττημένους. Ή αποκτούμε κατάθλιψη γιατί είμαστε οι “ηττημένοι”.

*Αρχισυντάκτρια

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης