Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΤο ζευγάρι που δεν θα ήθελα να γίνω

Το ζευγάρι που δεν θα ήθελα να γίνω

Γράφει η Ανθή Ερμογένους*

Μένανε πάνω στο Yianna Marie μαζί με άλλες οικογένειες γνωστών και κάτι άλλες, γνωστών των γνωστών, από τη Λευκωσία. Τρία παιδιά, πάνω κάτω 4,6,8 ετών. Αυτοί γύρω στα σαραντακάτι. Τα σαραντακάτι είναι τα νέα εικοσιοκτώ. Νεότατοι. Νεότατοι με στάση σώματος, παλιάς γενιάς σαραντάρηδων, τότε που τα σαράντα ισοδυναμούσαν με γήρανση. Κατεβαίνουν γύρω στις 10.30 το πρωί στην παραλία, εγώ ήδη ξαπλωμένη πρώτη ξαπλώστρα κύμα, στήνουν δίπλα μου.

Αυτός με καπελάκι τζόκεϋ, δυο νούμερα πιο μικρό από τη διάμετρο του κεφαλιού του, κάθεται απλά στα μαλλιά του. Γυαλί μυωπίας λογιστή αυτά με τον σίλβερ ορθογώνιο σκελετό, κοιλίτσα νεοκύπριου παντρεμένου με γυναίκα/μάνα/λοχία – οικοκυρική λοχία, δηλαδή: γιαχνί δυο φορές τη βδομάδα, ντουλάπι γεμάτο οικοσυσκευές αποχύμωσης, αποφλοίωσης, το νέο θέρμομιξ, οικογενειακές συσκευασίες κρουασάν σοκολάτας.

Εκείνη μαγιώ ολόσωμο μαύρο κλασικό στοκ των Damart ή των Marks&Spencer, καπέλο μαύρο διαφημιστικό επίσης ακουμπισμένο στην κορυφή των μαλλιών αλλά όχι φορεμένο. Αυτός: κουβαλά (λογικά έκανε και τη διαδρομή στο περίπτερο/σουβενιρ πριν κατέβουν) δύο καρεκλάκια πλαστικά διπλωτά, φορεμένα σαν τσάντα στον ένα ώμο, μια καρέκλα με αδιάβροχο ύφασμα σκηνοθέτη που κλείνει σαν παλούκι και γίνεται τσαντάκι, διάφανές δικτυωτή νύον πράσινη τσάντα γεμάτη κουβάδες, πλαστικούς αστερίες και ποτιστήρια πάνω από τη φορητή καρέκλα/παλούκι, δύο χαλάκια παραμάσχαλα, back pack στην πλάτη με πετσέτες θαλάσσης σχεδίων φροζεν και κοκακόλα, φρούτα σε χαρτομάντιλα, σάντουιτς σε χαρτομάντιλα, αυγά σε χαρτομάντηλα (183 ευρώ με πρόγευμα το δωμάτιο, no drinks included), τάμπλετ, παγωνιέρα χαμηλά στο χέρι, γύρω από τον λαιμό ένα μακαρόνι επίπλευσης.

Εκείνη: ογκώδες νεσεσέρ με άπειρα αντηλιακά παχύρευστα, ασπρουδερά. Αυτό κουβαλούσε.

Παιδιά: χέρια αδειανά, φορούσαν φουσκωτούς τροχούς στη μέση ή μπρατσάκια, αυτό μόνο.

Εκείνος: είκοσι λεπτά έσκαβε να βάλει τις ομπρέλες στην άμμο, άνοιξε τις καρέκλες, έστρωσε τις ψάθες, ήταν σε λάθος τόπο του είπε, δεν πιάναν σκιά, ήταν πολύ κοντά «σε τζίνη (εμένα)», τα μετακίνησε.

Εκείνη: στεκόταν, επέβλεπε, του είπε «άτε και θέλω να βάλω αντηλιακό και κάηκα να στέκομαι στον ήλιο».

Εκείνος, καμία διαμαρτυρία ποτέ, είπε «μισό λεπτό αγάπη μου», έσκαβε φλώρικα, λογιστικά, γραφειακά με τα λεπτά του δακτυλάκια τα σαν φασολάκι έκαστο.

Εκείνη: ώρα 10.50 πρώτο (που άκουσα εγώ) τηλέφωνο στη μάνα της στο Γέρι. «Έλα μάμα, μόλις κάτσαμε, ναι ναι ο Γιάννης μιλά πίσω με εκείνους τους φίλους μας που πήραν κάτι κρεβατάκια πίσω πίσω, ναι ναι, ο παπάς πήγε να κανονίσει τα γκάζια στον άθθρωπο τζαμέ κοντά σας στο Γέρι που σου ‘πα; Πήγες μας πότισες; Ε ναι, ο μιτσής έφυε κι άφηκεν άστρωτα, αφού έβουρούσαμε, αλλά αφού επήες άλλαξε μας και τα σεντόνια. Βάρμου τα καλοκαιρινά τζίνα που μου πιασες εσύ που το Bed&Bath, αθυμάσαι τα; Ναι ναι βλέπω τον Γιάννη, εν τζαμέ μιλά. Ναι ναι έχει κόσμο, ήβραμε τόπο έστησε τες ομπρέλες ο Γιάννης δίπλα που μια (η φωνή ως τότε λα μινόρε διαπασών) αραπού (ντο ύφεση βαρήκοο στο αραπού). Έβαλα τους, ναι μάμα, έφερα πενηντάρι».

Εν τω μεταξύ είχα έξι βιβλία απλωμένα, από Κάραλη, Μουρακάμι με ελληνικό τίτλο, Καζούο Ισιγκούρο με ΤΟΣΟ τίτλο ελληνικούς χαρακτήρες, Θωμά Γκόρπα, Γιώργο Ιωάννου, Χειμωνά, τη «Κβαντομηχανική». Μάλλον θεωρήθηκα «αραπούα» που μαθαίνει ελληνικά ή βλέπει τις εικόνες στα βιβλία, δεν ξέρω τι σκατά μετά από τόσο αξονικό τομογράφο που έκανε στη μεριά μου.

Εκείνη: φωνή κακαριστή υψίτονη, κράζει, μιλά χωρίς να χαμηλώνει ντεσιμπέλ, σαν να φωνάζει τα μωρά στον πάνω όροφο, σαν να ψάχνει τη σημασία όλης της παραλίας, σαν να είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα αυτά που λέει και θα γοητεύσει την παραλία. Αλείβεται παχύρευστη αντηλιακή, κάνει τα μούτρα της γιαουρτλού, τους ώμους της σαν ασβεστωμένο ξωκλήσι της Μυκόνου, το υπόλοιπο σώμα της σαν φραντζόλα αλειμμένη με χοντρή στρώση βουτύρου σε δείπνο παχύσαρκης γιαγιάς. Δεν κατανοώ γιατί να είσαι στα μάτια του άντρα σου, του συντρόφου σου έτσι, πως το καταδέχεσαι, πως δεν σε ξεφτιλίζει, πως κοιτάς στο καθρεφτάκι να δεις αν άπλωσε παντού και δεν σε απωθεί η ίδια σου η εικόνα, πως αναμετριέσαι με τόση ασχημάδα, τόση ασεξουαλικότητα, πως μένεις ευχαριστημένη με αυτό σου το βέρσιον, πως κάνεις αυτή τη γκάφα, πως νομιμοποιείς αυτή την ερωτική αυτοχειρία σου, είναι βλασθημία στον έρωτα όλο αυτό, η παχύρευστη αντηλιακή. Κι άντρα-πόθο να δω γιαουρτωμένο, αμέσως θα τον αποστραφώ, διπλοεπιβεβαιωμένο. Δεν υπάρχουνε χειρονομίες, δεν υπάρχουν νεγκλιζέ και ζαρτιέρες να το σώσουν, να περισώσουν την σεξουαλική αύρα του γιαουρτωμένου ανθρώπου.

Εκείνη: Μπήκε στο νερό, έκανε ασκήσεις. Είδατε ποτέ γριές με αρθρίτιδα που πάνε στη θάλασσα; Τέτοιες ασκήσεις. Γεροντίστικα τεντώματα, τεντώματα γυμναστικής πρωινάδικου των nineties. Βγαίνει.

Εκείνος: καρέκλα, κινητό «καλώς τη γοργόνα μου». Την έλεγε γοργόνα τη γιαουρτωμένη ρε φίλε.

Εκείνη: δεν εκτιμά αυτές τις μικρές εκδηλώσεις. Ούτε καν βαυκαλιστικά. Του χαλά τη διάθεση του μέχρι τέλους ρε φίλε. Μόνιμα γκρίνια. «Ποιου στέλνεις;» Εκείνος: ενοχικός, αντιδρά αυτοματοποιημένα αμυντικά, δικαιολογεί και τον αέρα που εισέπνευε, ως σαν να γκομενιάριζε: «διαβάζω πελλάρες».

Εκείνη «οξά κάνεις ότι διαβάζεις και ποσσhιεπάζεις τον κώλο της αράπισσας που τον έβγαλε έξω; Εν τω μεταξύ σιγά τον κώλο…Τούτες κανονικά φορούν από εκείνα τα βουρκίνια, τώρα να βρεθεί ο αράπης της κάτω να την κάνει μαύρη, να δούμε show».
Σαρωτική γκρίνια, αχανής. Εκείνος: δεν γύρισε ποτέ πάνω μου.

Του είπε οκτώ φορές νυστάζω, την ρώτησε «να φύγουμε» δεν απαντούσε καν, ξίνιζε το στόμα της σαν τσούνα. Την ρώτησε αν θέλει καφέ, τον έστειλε να πάει να της βγάλει φωτογραφία το μενού από το μπαρ.

Τον έστειλε οκτώ φορές το ελάχιστο, όλη τη μέρα, να δει που είναι τα μωρά ενώ απλά μπορούσε να γυρίσει την καρέκλα της λίγο, ώστε να μην τα έχει πλάτη για να τα έχει η ίδια στο οπτικό της πεδίο. Τον έστειλε να φέρει παγωτά. Μόλις γύρισε τον έστειλε να φέρει ντικάφ σκέτο καφέ ενώ πριν νύσταζε, μόλις γύρισε τον έστειλε να πάει ξανά να φέρει λίγες χαρτοπετσέτες από το μπαρ πάνω. Τα παγωτά δεν της άρεσαν, κάτι είχαν σήμερα, κοιτούσε ημερομηνία λήξης, τον έστειλε για Lays ξυδιού. Μόλις ήρθε τον ξανάστειλε ρε φίλε για καντερέλ γιατί της τον έκαναν βαρύ τον καφέ και δεν πίνεται. Της έφερε, του είπε, ε δεν πίνεται τώρα έλιωσαν τα παγάκια, είναι νερόζουμο, άσε τον εκεί. Αφού της έφερε ό,τι μπορούσε να θυμηθεί για να μην τον αφήσει να χαλαρώσει λεπτό σαν άνθρωπος σε άδεια, τον σήκωσε πια να μπει με τον μικρό από τους τρεις στο νερό, της είπε άσ’τον παίζει στην άκρη, τέλοσπάντων μπήκε, τον περίμενε να βγει, τον έστειλε να πάει βόλτα μέχρι το δίπλα ξενοδοχείο να βρει τους φίλους που της έστειλαν ότι έκατσαν εκεί γιατί είναι ντροπή να τους αγνοήσουν εντελώς, να πάει τους πει αν θέλουν να έρθουν εκεί. Λες και δεν μπορούσε να σηκώσει τηλέφωνο να τους πάρει η ίδια ρε φίλε, γιατί θέλει να πάρει τη μάμα της είπε να δει αν ήβραν τα γκάζια.

Όταν εκείνος κατευθυνόταν στο δίπλα ξενοδοχείο τον πήρε τηλέφωνο, πρέπει να έκανε τρία ring μέχρι να της απαντήσει «Γιατί άργησες να απαντήσεις; … Τέλοσπαντων. Μην τους πεις να έρθουν, πες τους με τρόπο ότι είναι γεμάτο εδώ. Δεν αντέχω εκείνη τη γυναίκα του φτανού που φορεί τα μπραζίλ και θέλει να την βλέπετε όλοι, η…. άτε να μεν την πω». Του είπε οκτώ να κάνουν μπάνιο, οκτώμιση να παν στο μεγάλο το σουβενιρομάρκετ, επίταξη, διακοπές-πρόγραμμα, ωράριο, στρατιωτικές διακοπές, ωρολόγιες.

Εκείνος: δεν έκατσε λεπτό, δεν χαλάρωσε ποτέ, κρατούσε ύφος ζεν ωστόσο. Πως σκατά έμενε ζεν μέσα στην επίταξη, θα σπάσω το κεφάλι μου. Την χάιδεψε στα αραιά κοντά μαλλιά της επιστρέφοντας από το δίπλα ξενοδοχείο, απέστρεψε το κεφάλι της, του είπε εκνευρισμένη «εεε, ‘δρώνω». Έχασε μια ακόμα έκφραση αγάπης. Έχασε ένα ακόμα χάδι. Έχασε έρωτα, έχανε γάμο-έρωτα, γάμο fake it until you make it έρωτα. Απομακρυνόταν από τα απομεινάρια της εραστότητας τους με one way εισιτήριο.

Εκείνος: σε στωική γαμήλια επίταξη. Νερόβραστος, αδιάφορος. Από τους τύπους που δεν θα τους πρόσεχες ακόμα κι αν στέκονταν γυμνοί και σηκωμένοι στη μέση της παραλίας. Τσιμπούσε μπισκότα, έπεφταν ψίχουλα στην κοιλίτσα του, τα τίναζε προκομένα, εκπαιδευμένος οικοκυρικός σύζυγος, προτιμούσε να τινάζει κάθε τρία δευτερόλεπτα κι όχι όλα στο τέλος παρά τη μουρμούρα της για τα πάντα. Γάμος χωρίς καλή διάθεση ποτέ, γάμος μόνιμα με γκρίνια στη γωνιά. Περίμενα την ώρα που θα του έλεγε ότι θα γέμιζαν μυρμήγκια. Δεν του είπε.

Φαντάζομαι την καθημερινότητα τους, έτρωγαν και παντρεύονταν, έτρωγαν και παντρεύονταν. Εκτελούσαν γάμο σαν κακοπληρωμένη δουλειά, σαν δουλειά που σιχαίνεσαι και που ξυπνάς, που λες κάθε πρωί γιατί ξεκίνησε αυτή η μέρα μάνι μάνι πάλι, δουλειά μοναδικής τους επιβίωσης, η μόνη που ξέρουν να κάνουν. Φαντάζομαι μια καθημερινότητα που κοιμόντουσαν ο καθένας στην πλευρά τους, κανένας δεν θα δικαιούται να ανοίξει τηλεόραση υποθέτω, γιατί το φως και ο ήχος ενοχλεί τον άλλον, μαύρες νύκτες κι άραχνες, καταπιεστικές, καμιά αυτοδιάθεση.

Το ύπατο θέμα των αδιάφορων συζητήσεων τους έξω από το σπίτι λογικά, οι κώλοι των άλλων γυναικών, ο τρόπος που την κοίταξαν οι άλλες γυναίκες υποτιμητικά. Το κρεσέντο των οικιακών τους συζητήσεων, το αν έχει μύξες ο μιτσής και να πάρουν αλατόνερο, έτσι έβαζε η μάμα της του αδερφού της όταν ήταν «μιτσής». Και στο τσακίρ κέφι ίσως συζητήσουν στο αυτοκίνητο ότι χάλασε το κινητό και πότε να πάει στη Primetel: «να τους πεις, μα εν και γίνεται τρεις μήνες κινητό να γεμίζει η μνήμη, να πας μετά που θα πιάσεις τον μεγάλο από τα Αγγλικά και σαν φεύγεις πέρνα και από τη μάμα μου να σου δώσει παπουτσόσυκα και καππάρι».

Το αρτ κομμάτι της κυπριακής οικογένειας, η μάνα. Του ενός η του άλλου.

Η μάνα: Κομμάτι της μόλας, ραμμένη σταυροκουμπωτά στην οικογένεια του παιδιού της. Πάντα επεμβατική, συζητούν κάθε μέρα στο τηλέφωνο τι έφαγαν, αν πόνεσε το στομάχι, κάθε μέρα έφαγε κάτι που την ενόχλησε. Και τους πόνους. Μόνιμα κάτι πονά. Η κόρη. Η μάνα όχι τόσο. Αναφορική οικογένεια. Ζευγάρι αδιάφορο, ανάξιο να γραφόταν αυτό το κείμενο για αυτούς.

Σχεδόν τους βαρέθηκα. Γυρίζω τον αραβικό μου κώλο, πιάνω τον Μουρακάμι.

Και ξαφνικά πέφτει ατάκα και η μέτρια ζωή τους φαίνεται πως ήταν συνθήκη που δεν είχε πλήρως επικυρωθεί, που μπορούσε ευτυχώς ακόμα να ανατραπεί. Λες και κι οι νεκροί αναστατώνονται. Η αποκαθήλωση του Κυπριακού γαμήλιου παραδείγματος.

Εκείνη: ξεκινά να στήνει το αφήγημα της «Τώρα, το εννοούσες αυτό που είπες την άλλη φορά;» Το πέταξε στο άκυρο ρε φίλε. Από το πουθενά. Πετά στο άκυρο, κάτι που έγινε «την άλλη φορά». Κρατώ τον Μουρακάμι για ξεκάρφωμα, κάνω πως γυρίζω σελίδα, αφήνω δίπλωμα στην προηγούμενη να ξέρω που έμεινα, στρέφω ξανά την προσοχή μου πάνω τους, επιτέλους ένας καβγάς αξιοπρεπής με τα όλα του, μια αναστάτωση της προκοπής, μια παρηγοριά στη μπαγιάτικη ευθεία τους.

Εκείνος: έβλεπε που πάει η κουβέντα: «Άτε πάλε, έπιασ’το και πάεις».

Εκείνη: «Έχει τόσες μέρες δεν σου είπα τίποτα, έχει τόσες μέρες άκουσες να το συζητήσω ξανά;» Σιωπή. Σαν να μην του απευθυνόταν κανένας. Θεϊκός ρε φίλε, λες και δεν άκουγε. Τρία λεπτάκια απόλυτος σκασμός εκ μέρους του. Τόσο άντεξε εκείνη τον σκασμό του, τρία λεπτά. «Όχι αν το εννοείς δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερούμε, ας χωρίσουμε από τώρα» Ησυχία άλλα τρία λεπτά. Ήξερε τι του επιφυλασσόταν, δεν απαντούσε τίποτα. He had the right to remain silent or anything he says it could and would be used against him. «Τώρα πες μου, όντως το νιώθεις εκείνο που είπες; Νιώθεις ότι όντως χαράμισες τα καλύτερα σου χρόνια μαζί μου;»

Της είπε «την άλλη φορά» ότι «νιώθω ότι έχω χαραμίσει τα καλύτερα μου χρόνια μαζί σου»! Άουτς. Είχε πει μεγάλη κουβέντα. Όσο άσχημο κι αν είναι το προφίλ της γυναίκας στην αφήγηση μου, όσο κι αν σας την παρουσιάζω μια αφημένη σκύλα, χαίρομαι που η δήλωση αυτή της αποκάλυψε την ασχήμια του γάμου που άφησε να γίνει, που την ταρακούνησε, που δεν την προσπέρασε απλά για να μείνει στην αδελφότητα της παντρεμένης. Ένιωσα μια ειλικρινή λύπη για εκείνη. Κοκκίνιζε. Γούρλωνε πιεζόταν να μην κλάψει. Εγώ θα έκλαιγα. Θα έφευγα, θα με εξευτέλιζα, θα τιμούσα ένα τέλος δραματικά, επιδαυρικές αντιδράσεις, Λεμεσιανίτικες.

Φταίει σαφώς, γιατί δεν ρουφούσε σαν δώρο τα χαϊδέματα και τα γοργόνα μου, που δεν του χαμογελούσε ποτέ, που ξεκινούσε κάθε πρόταση με το εγώ που το ακολουθούσε η γκρίνια της και η κακεντρέχεια της για ένα τρίτο άσχετο άτομο, το οποιοδήποτε που γνώριζαν, που ο γάμος αυτός ήταν μόνιμα ένας αγώνας δρόμου υποχρεώσεων, στρατιωτικής πειθαρχίας, με ακρίβεια διαστροφική στις συνήθειες, με μη ανατρέψιμες ρουτίνες λες και θα χαλούσε το σύμπαν της, που τον ήθελε αυτόν να προσαρμοστεί στην βαρετή ζωή της χαρτογραφημένα αηδιαστικά, εξαντλητικά, αδιανόητα, που δεν είχε κανένα αυθορμητισμό, καμιά απόκλιση, καμιά παράκαμψη, καμιά χαρά, καμία απόλαυση, που καμιά πρόταση του νέα δεν της έκανε κι είχε για αυτήν μια μόνιμη μουρμούρα, που έδινε ορατότητα στους κώλους του οπτικού του πεδίου, που οι ημικώλοι του οπτικού του πεδίου ήταν η πιο hardcore ηδονή και έκπληξη της ρουτίνας του, της φυλακής του, που ένας να του κουνιόταν θα νόμιζε ότι γνώριζε τον μεγάλο έρωτα, που κι ο πιο άσχημος κώλος, θα ήταν η μόνη ακτίδα χαράς που έβλεπε στον τάφο τον σκοτεινό που ζούσε. Έφταιγε για όλα αυτά ναι, εκείνη. Μα η διαπίστωση πως είσαι μια γυναίκα που κανείς μαζί της χαραμίζεται είναι μια κατάργηση, μια εκκένωση κακάσχημη, μια ζωή σου ολόκληρη συμμετρική που κατέρρευσε.

«Όχι, πες μου, γιατί δεν απαντάς; Το νιώθεις; Αν το νιώθεις σήκω φύγε από τώρα, τι ήρθαμε διακοπές;» Και έρχεται μια έκρηξη που σε καμιά εκδοχή δεν προέβλεπα από εκείνον τον λογιστικού γραφείου τύπο. Σηκώνεται, της λέει οκ, κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο, παίρνει μόνο το πορτοφόλι του, τη μπλούζα και το κινητό του, την αφήνει εκεί μόνη με τις τσάντες, τα τάπερ, τις καρέκλες, τις ομπρέλες. Τον βλέπει γουρλωμένη να απομακρύνεται, κοκκινίζει κι άλλο, τα μάτια της υγρά, δεν κάνει τίποτα, μένει να βλέπει το κενό. Ξανακτυπά η μάνα της, λες κι άλλαξε κάτι στα νέα τους μέσα σε δύο ώρες. Ολόκληρη συζηγική αναχώρηση αλλά απαντά ανέκφραστα το τηλέφωνο της μάνας ρε φίλε. Λες και ήταν ώρα. «Ναι μάμα μια χαρά, έφερα φρούτα. Παίζουν ναι. Ναι επήε πάνω να μιλήσει σε κάτι φίλους μας. Ντάξει μάμα, έκαμες λάστιχο; Ντα άτε μιλούμε μετά». Πρώτη φορά γύρισε την καρέκλα της ελαφρώς αλλά ακόμα η φορά της καρέκλας κρατούσε ένα κάποιο εγωισμό. 45 μοίρες μόνο. Όχι 90, όχι 180. Να μην κοιτά ξεκάθαρα πάνω στην πορεία που έφυγε εκείνος. Να βλέπει από κλειστή γωνία αν έρχεται. Τα μάτια έτρεχαν αλλά γουρλωμένα, τόσο να άνοιγε το στόμα της, θα έφευγε ανεμοστρόβιβλικός αναστενάγματος. Καμία κίνηση για χαρτομάντηλο, πάγωσε έχω την εντύπωση ότι δεν τα ανοιγόκλεισε ποτέ τα μάτια της όσο έλειπε. Δεν γύρισε ούτε μια φορά για δυο ώρες να δει τα παιδιά, μόνο τα σκαλιά του ξενοδοχείου με διαγώνιο τρόπο, ενώ όσο ήταν αυτός εκεί είχε την απαίτηση να μην τα αφήνει από τα μάτια του γιατί, δύο δευτερόλεπτα θέλει να γίνει το κακό.

Την έβλεπα με την άκρη του ματιού, με νευρίαζε και την λυπόμουν ταυτόχρονα. Στις Κυπριακές οικογενειακές δημοσκοπήσεις αυτός θα επέστρεφε, σιγά μην έφευγε.

Οκτώ παρά το βράδυ και κατεβαίνει. «ννάα προβλέψιμε που δεν μου απέκλεισες την φαβορί εκδοχή».

Εκείνος: «Θα φύγουμε;»
Εκείνη «όχι, θέλω να κάτσω κι άλλο». Ξινή ως το τέλος ρε φίλε: «Αντηλιακό δεν έβαλες, πόψε θα μου λες πονώ και θα σου λέω καλά να πάθεις». Ξινή και μετά το τέλος αλλά με μάδεριγκ. Το χειρότερο μου. Οι γυναίκες μάνες του συντρόφου τους. Λες και κανείς ερωτεύεται τη μάνα του. Δεν καταλαβαίνουν πως οι άντρες ερωτεύονται μόνο όσες αυτοί κακομαθαίνουν, αυτοί φροντίζουν. Όχι όταν φροντίζονται μαμαδίστικα. Η σύζυγος μάδεριγκ, το πιο ατάλαντο οικείο είδος. Η πύκνωση των ελεεινών κυπριακών γάμων. Η βίβλος των σχεδόν χωρισμένων που ποτέ δεν το είπαν out loud ότι χώρισαν αλλά ζουν στο οικογενειακό, στο σοσιαλιτέ φέρετρο, γνωστοί ο ένας στον άλλο τόσο που δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον-αλλά άγνωστοι.

Δεν εντοπίζω τον ακριβή χρόνο που φτάνουν εκεί αυτές οι οικογένειες, που οι γυναίκες από γκόμενες μετατρέπονται σε μάνες του ανδρός τους, που οι άντρες γίνονται άνευροι, απατεώνες του πραγματικού τους συναισθήματος, πότε ξεκινούν να παραπαίουν τα μεγάλα συναισθήματα, ο μεγάλος ερωτισμός της αρχικής γνωριμίας που όσο γνωρίζουν ερωτεύονται κι όσο ερωτεύονται εκδηλώνονται, πότε ξεκινά η αντίστροφη πορεία, αλλά συμβαίνει. Συμβαίνει αυτή η μεσοβέζικη μιζέρια, η ξεχωριστή για τον καθένα δυστυχία. Το αίσθημα του ανικανοποίητου μέσα στο κάθε μέρος, ξεχωριστά, αυτόπονα. Και συμβαίνει ρε γαμώτο σχεδόν πάντα στην κυπριακή οικογένεια, συμβαίνει με συμμετρική, με απογοητευτική ακρίβεια. Και εξακολουθώ εγώ ακόμα, να κρέμομαι από την ελπίδα των λιγοστών εξαιρέσεων της κυπριακής οικοχειρίας.

Κατεβαίνει η γνωστή γνωστού από το ξενοδοχείο. Οκτώ το βράδυ, στην παραλία μόνο εγώ, η δυστυχισμένη οικογένεια, δυο φωτογράφοι, ζευγάρι Σκανδιναβών, ο άνθρωπος των watersports που τα έκλεισε αλλά έμεινε και ρεμβάζει, δύο αθλητές που φωτογραφίζονταν με την Κυπριακή σημαία, η γνωστή των γνωστών που κατέβηκε και τους χαιρετά. «Ωωωω Γιάννη τι κάνετε, που είναι η Χρύσω»; «Κάθεται, έτην» «Ου κόρη Χρύσω εν σε κατάλαβα μάνα μου, έγινες κάτασπρη με τις κρέμες, εν τες ετράβησε ακόμα το δέρμα σου;» Εκείνη (η Χρύσω): «Ωω, γειάαα, είσαι καλά;» Κρυοκώλα.

Εκείνος, ευγενικός λέει τα γνωστά «δεν σας είδαμε καθόλου, ήρθαν και τα μωρά; Μα σαν να είδα τον Αντρέα. Παίζει ακόμα μπάλα; Πάει στις ακαδημίες; Εκεί στον ΑΠΟΕΛ; Εμείς τον σταματήσαμε, δεν τραβούσε, είπαμε να αθλείται, είναι καλό να κάνουν σωματική άσκηση τα μωρά αλλά αφού δεν είχε κλίση, εν με το ζόρι; Αλλά ο δικός σας θυμάμαι, ήταν ταλέντο, πάει ακόμα;» «Πάει ναι». Εκείνη (η Χρύσω) θεώρησε υπερβολικά μακρόσυρτη την κουβέντα του άντρα της με τη γνωστή των γνωστών, επιτέλους σηκώθηκε να προσποιηθεί ότι δεν είναι αντικοινωνική (που είναι εκνευριστικά σε σημείο αγένειας και δυστροπίας), πλησιάζει στη συζήτηση με εκείνη τη μίζερη σωματική στάση της γυναίκας που δεν προσπαθεί να βγάλει καθόλου σεξαπίλ, που χέστηκε πως φαίνεται στα μάτια του άντρα της – αλλά και της “ανταγωνίστριας” (μπορεί και να θέλει αλλά να μην μπορεί) αλλά κατά τα άλλα δεν κατανοεί πως του χαράμισε με μιζέρια τα χρόνια του, πως ακύρωσε την ερωτική τους σχέση, πως είναι το ντεπόζιτο της δυστυχισμένης, της καμίας αισθητικής ζωής τους.

Εκείνη: «Τι λέτε; Πάτε ακόμα μπάλα άκουσα; Μα ξέρεις την κατάσταση στην Κύπρο, όσο ταλέντο και να είναι, δεν θα παίξει ποτέ, ταλέντα πολλά».

Η γνωστή γνωστών: «Ναι αλλά δικαιούνται να ονειρεύονται, δικαιούνται να ελπίζουν».

Εκείνη (Χρύσω): «Ναι, στα μαθήματα πως τα πάει;»

Η γνωστή των γνωστών: «Η κλίση του είναι ο αθλητισμός, είναι μέτριος στο σχολείο, έχει μωρά με κλίση στη μουσική, τη ζωγραφική, σε αθλήματα, στην τεχνολογία, ή που πιάνουν τα χέρια τους, εγώ χαίρομαι που βρήκε την κλίση του και είναι αφοσιωμένος και κυρίως ενθουσιώδης, δεν το βλέπει σαν αγώνα δρόμου»

Εκείνη: «Ε, ναι αλλά χωρίς ένα πτυχίο που πας τη σήμερον ημέρα, τι ποιότητα ζωής θα έχει;»

Να μένετε ως αργά στη θάλασσα, να κοιτάτε με προσοχή, τι ποιότητα ζωής δεν θέλετε να έχετε.

*αρχισυντάκτρια

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης