Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣWHAT TO WATCH11 από τις καλύτερες σειρές του 2022 (όπως παρουσιάστηκαν στη στήλη)
#ΣΤΗΛΕΣ:

11 από τις καλύτερες σειρές του 2022 (όπως παρουσιάστηκαν στη στήλη)

Αποχαιρετούμε το 2022 με μια λίστα με 11 από τις καλύτερες σειρές της χρονιάς, όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέσα από τη στήλη What to Watch. Λείπει η δική σας αγαπημένη; Προσθέστε την στα σχόλια!

Γράφει ο Μαρίνος Νομικός

Αποχαιρετούμε το 2022 με μια λίστα με 11 από τις καλύτερες σειρές της χρονιάς, όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέσα από τη στήλη What to Watch. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί τίτλοι που δεν προλάβαμε να δούμε ή να γράψουμε γι’ αυτές (εύφημος μνεία στα The Peripheral, Black Bird, A Spy Among Friends και The White Lotus) γι’ αυτό και η λίστα περιορίστηκε σ’ αυτές που είδαμε και παρουσιάσαμε εδώ. Επίσης έμειναν έξω όλες οι σειρές Marvel και Star Wars, αν και φέτος είχαν αρκετά διαμάντια, στο σύνολο τους είναι fan-based και απευθύνονται σε κοινό που θα τις δει ούτως ή άλλως (το ίδιο και με brands όπως Lord of the Rings και House of the Dragon)

The Dropout (Hulu)

Μέχρι το 2018 η 34χρονη τότε Elizabeth Holmes τα είχε όλα, εκτός από πτυχίο (εξού και ο τίτλος): Η εταιρεία της Theranos είχε εκτιμηθεί στα 9 δισ. δολάρια, ο Τύπος την είχε ανακηρύξει “τον επόμενο Steve Jobs” και η εφεύρεσή της, μία απλή συσκευή που υποτίθεται πως έκανε εκατοντάδες αναλύσεις σε μία σταγόνα αίματος “διαβάζοντας” και προλαβαίνοντας σοβαρές ασθένειες, είχε ήδη χαρακτηριστεί “επανάσταση στον χώρο της ιατρικής” και η ίδια ήταν έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο με το όμορφο πρόσωπο, την αλά-Jobs ζιβάγκο μπλούζα και την επιτηδευμένα μπάσα φωνή της (που μοιάζει σαν να μιμείται κάποιον που μιμείται τον Μπάτμαν του Ben Affleck). Μόνο που υπήρχε ένα τόσο δα προβληματάκι: Η συσκευή δεν δούλεψε ποτέ. Υπήρχε καθαρά μόνο στην αχαλίνωτη φαντασία της Holmes. Αυτό δεν την εμπόδισε βέβαια απ’ το να ξεγελάσει δεκάδες πολιτικούς, επιχειρηματίες, τράπεζες και hedge funds ώστε να επενδύσουν εκατοντάδες εκατομμύρια σε κάτι που υπήρχε μόνο στα χαρτιά και τα… όνειρα της υπερφιλόδοξης entrepreneur. Όταν η απάτη αποκαλύφθηκε η αξία της Theranos έπεσε στα $0 και η Holmes καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε ισάριθμες δίκες (η τελευταία και τελική μόλις τον περασμένο Ιανουάριο).

Η μίνι σειρά του Hulu παρακολουθείται σαν μια καταστροφή που περιμένεις να συμβεί. Γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες ή την έκβαση της υπόθεσης δεν καθιστά τη θέαση ανιαρή, απεναντίας καρφώνεσαι για να δεις τι θα σκαρφιστεί η CEO για να καθυστερήσει κι άλλο το αναπόφευκτο, να βγει -προσωρινά- απ’ τη μέγγενη και να απαλλάξει ακόμα έναν πλούσιο επενδυτή από τα ζεστά εκατομμυριάκια του υποσχόμενη πάντα μια επαναστατική συσκευή που δεν προχωρούσε ποτέ πέρα απ’ το δυσλειτουργικό πρότυπο.

Βασικά το μόνο που δούλευε στη Theranos ήταν η ίδια τους επενδυτές, το προσωπικό και τους συνεργάτες της και η σειρά το κάνει ξεκάθαρο: η Holmes είναι απατεώνισσα, καμία αμφιβολία σ’ αυτό, το σενάριο απλά επιχειρεί να μας κάνει να γνωρίσουμε τα πρόσωπα πίσω από τα πρωτοσέλιδα και να τα κατανοήσουμε τα κίνητρά τους.

Όπως και στο Inventing Anna δημιουργείται μια -αναπόφευκτη- συμπάθεια προς τον κεντρικό χαρακτήρα, κυρίως χάρη στο ευγενικό παρουσιαστικό, τις αγνές προθέσεις και τον μεταδοτικό ενθουσιασμό της Holmes για την ιδέα της. Αλλωστε αυτά ακριβώς έκαναν υποτίθεται cutthroats επενδυτές και επιχειρηματίες να ακουμπήσουν -και να χάσουν- εκατομμύρια βασισμένοι μόνο στον λόγο μιας 25άρας dropout, θα κολλήσουμε σε λίγη -έστω παραπλανημένη- συμπάθεια από πλευράς τηλεθεατών; Μικρό το κακό. Στον καταιγισμό των βιογραφιών απατεώνων που βιώνουμε τελευταία το The Dropout είναι ό,τι πιο ξεδιάντροπα εθιστικό και ένοχα απολαυστικό έχουμε δει, μια από μόνη της απίστευτη ιστορία ακραίας φιλοδοξίας, απληστίας και κατάχρησης του American Dream με κινητήριο δύναμη την αλλόκοτα πειστική και φυσική-μέσα-στην-όλη-υπερβολή-της ερμηνεία της Amanda Seyfried (εύκολα μία από τις καλύτερες της καριέρας της) που εξανθρωπίζει -και συμπάσχει με- την ηρωίδα που ενσαρκώνει.

Slow Horses (Apple TV+)

Το Slough House είναι το τμήμα όπου η MI5 ξεφορτώνεται τους απόκληρους και τους fuckups, ένας Κοτσιάτης πρακτόρων που ηγείται ο Jackson Lamb (Gary Oldman) που μεθοκοπά, αράζει με τις κάλτσες πάνω στο γραφείο ή περηφανεύεται για τις φαρμακερές κλανιές που αμολάει – όταν φυσικά δεν θυμίζει συνέχεια στο προσωπικό πόσο άχρηστοι μπετόστοκοι είναι. Εκεί καταλήγει ο νεαρός πράκτορας River Cartwright (Jack Lowden) όταν τα σκατώνει στην άσκηση που βλέπουμε στην εναρκτήρια σεκάνς (που συναγωνίζεται σε ένταση την αντίστοιχη του επίσης βρετανικού Bodyguard). “Τι ακριβώς ψάχνω;” ρωτάει καθώς αδειάζει τις σακούλες με τα σκουπίδια ενός υπόπτου μετά από εντολή του Lamb για να λάβει τη φονική απάντηση από τον τελευταίο: “Τα απομεινάρια μιας κάποτε υποσχόμενης καριέρας”. Άουτς! Ο River διακρίνει μια ευκαιρία να ρεφάρει και να ξεφύγει από το νεκροταφείο πρακτόρων στην υπόθεση απαγωγής ενός πακιστανικής καταγωγής νεαρού από ομάδα ακροδεξιών που απειλεί να τον εκτελέσει online ISIS-style, την οποία και αρχίζει και σκαλίζει -φυσικά- εν αγνοία του στριφνιάρη προϊσταμένου του.

Και εννοείται πως η υπόθεση κρύβει πολλά περισσότερα με τη διαπλοκή να φτάνει μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της ΜΙ5 (έτσι δεν συμβαίνει πάντα;). Αν και λανσάρεται από την Apple ως “σκοτεινά αστείο κατασκοπικό δράμα” το (κυνικό) χιούμορ προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον χαρακτήρα του Oldman (που πετυχαίνει ακόμα έναν γαμάτο ρόλο) ενώ στον πυρήνα της η σειρά είναι ένα στιβαρό, παλιομοδίτικο θρίλερ κατασκοπείας που θυμίζει από John le Carre μέχρι Line of Duty. Όχι πως υπάρχει κάτι το μεμπτό σ’ αυτό. Από το βιβλίο του Mick Herron σε σενάριο και παραγωγή του Will Smith (όχι αυτού που νομίζετε).

Shining Girls (Apple TV+)

Μια έντονα τραυματική εμπειρία μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στον κόσμο σου, όμως στην περίπτωση της Kirby (Elisabeth Moss) φαίνεται πως αυτό συνέβη στην κυριολεξία. Έχοντας επιβιώσει από την άγρια επίθεση ενός serial killer η Kirby διαπιστώνει πως ο κόσμος γύρω της αλλάζει και όχι μόνο με τη δραματική/υπαρξιακή έννοια. Οι αλλαγές είναι αρχικά ανεπαίσθητες, από μια κούπα καφέ με διαφορετικό κάθε φορά logo ή ένα χτένισμα που δεν υπήρχε την προηγούμενη μέρα, για να κλιμακωθούν σε πιο σοβαρές και ανησυχητικές, όπως το να επιστρέψει σπίτι στον… άντρα της που δεν γνώριζε ότι είχε ή όταν αλλάζει φύλο ο ιατροδικαστής που την εξετάζει μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στη νέα αυτή πραγματικότητα και να μην χάσει το μυαλό της κρατάει σημειώσεις αλά-Memento.

Η Kirby δουλεύει ως υπεύθυνη αρχείου στη Chicago Sun-Times (έξοχη η αναπαράσταση του Σικάγο των 90s) και επιστρατεύει έναν έκπτωτο ρεπόρτερ της εφημερίδας  (Wagner Moura) προκειμένου να τη βοηθήσει να διερευνήσουν αν μια σειρά από ανεξιχνίαστες δολοφονίες γυναικών συνδέεται με τη δική της υπόθεση. Φαίνεται πως ο άνδρας που της επιτέθηκε (ένας απόλυτα creepy Jamie Bell πολύ μακριά απ’ ότι τον έχουμε συνηθίσει έως τώρα) έχει την ικανότητα να ταξιδεύει στον χωροχρόνο αλλοιώνοντας την πραγματικότητα. Ένας αδυσώπητος δολοφόνος που δεν παραμονεύει στις σκιές αλλά stalkάρει και τρομοκρατεί σε πλήρη θέα τα θύματά του με την άνεση και σιγουριά κάποιου που γνωρίζει από πριν κάθε τους κίνηση.

Μετά από τέσσερις σεζόν The Handmaid’s Tale και το remake του The Invisible Man η Moss παίζει με τρομερή πειθώ την κακοποιημένη-αλλά-αποφασισμένη-να-αντεπιτεθεί ηρωίδα όσο εξωπραγματικές κι αν είναι οι συνθήκες της κακοποίησης. Το Shining Girls -από το ομώνυμο βιβλίο της Lauren Beukes- συνδυάζει την μακάβρια αίσθηση αποπροσανατολισμού του Jacob’s Ladder με την αποπνικτική παράνοια του Zodiac σε ένα αναζωογονητικό twist στο είδος του serial killer θρίλερ που σε γοητεύει και σε ιντριγκάρει όσο σε συγχύζει. Ακόμα ένα διαμάντι στο ρόστερ της πολύ ανεβασμένης στην εκτίμησή μας τελευταία Apple TV+.

The Staircase (ΗΒΟ Max)

Αν έχετε ήδη bingάρει και τα 13 επεισόδια του ομώνυμου true crime ντοκιμαντέρ του Netflix ίσως αναρωτιέστε τι περισσότερα μπορεί να σας προσφέρει η μίνι αυτή σειρά μυθοπλασίας του ΗΒΟ Max γύρω από την πολύκροτη υπόθεση του θανάτου της Kathleen Peterson που βρέθηκε νεκρή και βουτηγμένη στο αίμα της στη βάση της εσωτερικής σκάλας του σπιτιού της στη Βόρεια Καρολίνα το 2004. Πιστέψτε με αρκετά!  Πρώτα απ’ όλα έναν εκπληκτικό Colin Firth στον ρόλο του συζύγου Michael Peterson που κατηγορήθηκε για τον φόνο της Kathleen (κι αυτό ήταν μόνο η αρχή) αλλά και την πολύπαθη Toni Collette (έλεος με το τι τραβάει η ηθοποιός στην οθόνη τα τελευταία χρόνια) ως Kathleen που δίνει σάρκα και οστά (και ψυχή) σε έναν χαρακτήρα ο οποίος στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται μόνο στις αιματοβαμμένες φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος.

Το ίδιο το ντοκιμαντέρ ενσωματώνεται στην πλοκή καθώς παρακολουθούμε το γαλλικό συνεργείο να καταγράφει κάθε κίνηση, συζήτηση, καυγά, σύσκεψη με τη νομική ομάδα, προσωπική στιγμή του Petersen και των παιδιών που έμειναν στο πλευρό του – χιλιάδες ώρες υλικού που κατέληξαν σε έναν από τους δημοφιλέστερους τίτλους του Netflix, δίνοντας στη σειρά μια meta πινελιά. Κι αν νομίζετε πως η -χιλιοειπωμένη είναι η αλήθεια- ιστορία έχει κορεστεί, η σειρά έρχεται να επιβεβαιώσει πως το The Staircase είναι μία διαχρονικά ιντριγκαδόρικη υπόθεση μυστηριωδών θανάτων, δαιδαλώδους δικαστικής διαδικασίας, μιντικού τσίρκου και οικογενειακών μυστικών που βγαίνουν στη φόρα που εντυπωσιάζει ακόμα με τις ανατροπές, τις εκπλήξεις και τις WTF? πτυχές της.

Under the Banner of Heaven (Hulu)

Αυτό το True Detective με Μορμόνους θα σας ρουφήξει μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα και τη δαιδαλώδη πλοκή του από την πρώτη κιόλας -αποκαρδιωτική- σκηνή (ο τόπος ενός φρικτού εγκλήματος) και θα σας κρατήσει εκεί και για τα επτά ωριαία επεισόδια της διάρκειας. Ο (πάντα πιο αγαπημένος Spiderman) Andrew Garfield υποδύεται έναν Μορμόνο ντετέκτιβ μιας μικρής πόλης της Γιούτα που αναλαμβάνει την υπόθεση της άγριας δολοφονίας μιας νεαρής μητέρας (κι επίσης μέλους της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών) και της 15μηνης κόρης της μέσα στο σπίτι τους. Η έρευνα θα τον οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια καθώς τα θύματα ανήκουν σε μια πανίσχυρη τοπική οικογένεια Μορμόνων της περιοχής (που τους αποκαλούν χαϊδευτικά “Κένεντι της Γιούτα” λόγω σύνθεσης, εμφάνισης, δύναμης και πολιτικών φιλοδοξιών) μέλη της οποίας έχουν μυηθεί στον ακραίο φονταμενταλισμό. Ο ντετέκτιβ, πιστός Μορμόνος οικογενειάρχης ο ίδιος, θα έρθει αντιμέτωπος με τα ίδια του τα πιστεύω καθώς διαπιστώνει πως η θρησκεία του, στην οποία έχει αφιερώσει όχι μόνο τη δική του ζωή αλλά και της οικογένειάς του, δεν είναι μόνο να βαδίζεις στο ορθό μονοπάτι που υπέδειξε ο Ουράνιος Πατέρας αλλά και φανατισμός, μίσος, εκδικητική μανία, πολιτικά παιχνίδια και επιλεκτική ερμηνεία των Γραφών που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στο κόψιμο του λαιμού ενός βρέφους.

Βασισμένη στο ομότιτλο true crime best seller του Jon Krakauer γύρω από ένα ΄έγκλημα που σόκαρε τη Γιούτα το 1984, η σειρά επιχειρεί να κάνει για τους Μορμόνους ότι το Witness (1985) για τους Άμις: να ρίξει δηλαδή μια διεισδυτική αλλά καθαρή ματιά σε μια κλειστή θρησκευτική κοινότητα με τους δικούς της κανόνες και τον, ιδιόμορφο για τους υπόλοιπους, τρόπο ζωής με αφορμή ένα έγκλημα που συνδέεται άμεσα με τους ανθρώπους της (και όπως αποδεικνύεται με τα πιστεύω τους). Γιατί είναι απαραίτητη η εξοικείωση με την ιστορία και πίστη των Μορμόνων, όχι ως κάτι εξωτικό και αξιοπερίεργο για να απορρίψεις ή χλευάσεις αλλά ως εργαλείο γνώσης και κατανόησης του φρικτού εγκλήματος. Πρέπει να συνδεθείς με τον σαγηνευτικά αλλόκοτο κόσμο των Μορμόνων προκειμένου να αντιληφθείς το μέγεθος της κτηνωδίας. Και τότε θα σε χτυπήσει σαν βαριοπούλα.

Swimming with Sharks (Amazon)

Μία ξεχασμένη μαύρη κωμωδία με τον Kevin Spacey (άρα δύο οι ξεχασμένοι) από το 1994 αποτελεί τη βάση και την αφορμή γι’ αυτή τη σατιρική ματιά στον άγριο, αδυσώπητο και cutthroat κόσμο των χολιγουντιανών executives – με αλλαγή φύλου και στην εποχή του #metoo. “Η εξουσία είναι ένα επικίνδυνο, ντελικάτο πλάσμα” μας πληροφορεί στην αρχή ο χαρακτήρας της Kiernan Shipka (η μάγισσα Sabrina πολυυυυύ μακριά από το Greendale), μια άβγαλτη αλλά τρομερά φιλόδοξη επαρχιωτοπούλα που πιάνει δουλειά στον πάτο της τροφικής αλυσίδας ενός κινηματογραφικού στούντιο και αρχίζει να ανεβαίνει τη σκάλα που φτάνει μέχρι το γραφείο της ρομποτικής επικεφαλής Diane Kruger κι από κει σταδιακά στην εμμονή και την τρέλα.

Το Swimming with Sharks είναι ο μόνος τίτλος της λίστας που η σύντομη και bingable διάρκεια (έξι ημίωρα επεισόδια) αποβαίνει σε βάρος του. Υπάρχουν απλά ΠΑΡΑ πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες που αξιοποιούνται ελάχιστα ή καθόλου με πρώτη και καλύτερη τη βασική ιδέα και selling point της σειράς: ο οδοστρωτήρας ψυχών, ηθικών και χαρακτήρων που ακούει στο όνομα Χόλιγουντ. Μεγάλος μέρος της ήδη μικρής διάρκειας αναλώνεται στη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο γυναικών (και την αυτοκαταστροφική τους σχέση) που δεν μένει χώρος για εμβάθυνση στον χώρο που ευθύνεται για όλη την τοξικότητα.

Υπάρχει και μία αλά-Succession σχέση της Kruger με τον ετοιμοθάνατο βιτριολικό ιδιοκτήτη του στούντιο (ένας εγκληματικά αναξιοποίητος Donald Sutherland) που θα μπορούσε να εξελιχθεί στο πιο ιντριγκαδόρικο αλλά και διαφωτιστικό για την ενδοχολιγουντιανή διαδικασία κομμάτι της σειράς αλλά δυστυχώς περνάει κι αυτό σε δεύτερη μοίρα. Μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία σειράς που θα μπορούσε να δείξει τα δόντια της στο Χόλιγουντ και καταλήγει ξεδοντιασμένη. Τουλάχιστον bingάρεται εύκολα και έχει δύο χαρισματικές πρωταγωνίστριες αν και η αίσθηση του ανολοκλήρωτου παραμένει (κι έτσι όπως τελειώνει το βλέπω χλωμό έως τελείως απίθανο να υπάρξει άλλη σεζόν).

The Bear (Hulu)

Στα πρώτα κιόλας λεπτά της νέας ημίωρης δραμεντί του FX ο θεατής ρίχνεται με τα μούτρα στην κόλαση μιας κλειστοφοβικής και ασφυκτικά συνωστισμένης κουζίνας όπου επικρατεί πανζουρλισμός: φωνές, βρισίδια, απανωτές παραγγελίες, φαγητά να καίγονται, να ξεχειλίζουν, να χύνονται, κι άλλες φωνές, ατυχήματα, καψίματα, περισσότερες παραγγελίες, ακόμα περισσότερες φωνές, ένας πραγματικός εφιάλτης στην κουζίνα που κάνει τον Gordon Ramsay να μοιάζει με τη Χρύσω Λέφου. Αν δεν το παρατήσεις σ’ αυτή τη σκηνή (την πρώτη από πάρα πολλές παρόμοιες, ενώ υπάρχει ένα ολόκληρο επεισόδιο με μια one-take κάθοδο στην κουζινική κόλαση) γιατί αρκετό άγχος έχεις στην καθημερινότητά σου δεν θέλεις να σε πιάσει ταχυπαλμία την ώρα που υποτίθεται χαλαρώνεις πάνω στον καναπέ, θα απολαύσεις μια αγχώδη μεν αλλά ρεαλιστική, βαθιά ανθρώπινη και ενίοτε συγκινητική ιστορία γύρω από την ανεύρεση ελπίδας στο ίσως πιο απέλπιδο μέρος.

Ο Jeremy Allen White υποδύεται τον Carmy, έναν νεαρό βραβευμένο σεφ που αφήνει το “καλύτερο εστιατόριο του κόσμου” στη Νέα Υόρκη για να αναλάβει το χαώδες κρεατάδικο του αδελφού του στο Σικάγο μετά την αυτοκτονία του τελευταίου. Το υπό πτώχευση μαγαζί διευθύνει (λέμε τώρα) ο κολλητός του μακαρίτη, Richie (Ebon Moss-Bachrach), ένας ψιλομαλάκας που μοιάζει να ξεπήδησε από το Jackass (και ίσως ο πιο περίπλοκος χαρακτήρας) που ηγείται μιας ασυντόνιστης ομάδας από μάγειρες και φερέλπιδες σεφ η οποία δουλεύει το “σύστημα” που δεν είναι άλλο από το “ο καθένας στον κόσμο του”. Προκειμένου να βάλει μια τάξη στο χάος ο Carmy επιστρατεύει μια νεαρή ταλαντούχα σεφ (Ayo Edebiri) που διψά για δημιουργική δουλειά έστω και σε ένα ανοργάνωτο, καταρρέον, μίζερο και υγειονομικά επισφαλές καταγώγι σαν το Original Beef of Chicagoland (όπως ονομάζεται).

Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ακόμα μία εμψυχωτική ιστορία του νεοφερμένου που κερδίζει ένα αρχικά εχθρικό περιβάλλον και όλοι μαζί πετυχαίνουν να αναδυθούν των δυσκολιών και να θριαμβεύσουν ενώ στην πορεία μετατρέπονται από ανταγωνιστές σε Fast-and-Furious-ish οικογένεια και ως ένα βαθμό είναι (περίπου) αυτό. Όμως αυτό δεν συμβαίνει με τον γλυκανάλατο, απελπιστικά μη ρεαλιστικό τρόπου του ντισνεϊκού σύμπαντος όπου όλα λύνονται με ένα εμψυχωτικό λογύδριο, μια μαγική επιφοίτηση και την καταληκτική νίκη σε σημαντικό διαγωνισμό/αγώνα/δοκιμαστικό/τεστ κλπ αλλά με όλη τη μιζέρια, το άγχος, τα σκατά, τα ζόρια, την κατήφεια, την οδύνη και τα σκαμπανεβάσματα της αληθινής ζωής. Σε οκτώ ημίωρα επεισόδια (20λεπτο το φοβερό 7ο, 50λεπτο το φινάλε) το The Bear παίζει σαν κάποιος να ανακάτεψε σε ένα μπολ το The Wire με το Hell’s Kitchen, σαν μια πειραγμένη εκδοχή αγαπημένου comfort food, στην προκειμένη περίπτωση του ultra-ρεαλιστικού fuck-my-life δράματος και ενός αφηνιασμένου μαγειρικού ριάλιτι. Επίσης μία από τις πιο αναπάντεχα ερωτεύσιμες σειρές της χρονιάς.

Reboot (Hulu)

Στο πρώτο επεισόδιο αυτής της διαβολικά αστείας και θανατηφόρα meta σειράς της Hulu, η Hannah (η Rachel Bloom που θυμίζει Tina Fey στο 30 Rock) πιτσάρει σε στελέχη της Hulu το reboot ενός cheesy sitcom του 2000 με τίτλο Step Right Up με το ίδιο καστ αλλά με πιο edgy, τολμηρή και ρεαλιστική θεματολογία μακριά από τη ζαχαρωμένη original εκδοχή. “Μα κάνουν ακόμα reboots;” αναρωτιέται ο επικεφαλής προγράμματος για να λάβει ως απάντηση από τα νεαρότερα στελέχη έναν καταιγισμό από τίτλους:  Fuller House, Saved by the Bell, Gossip Girl, Party of Five, Hawaii Five-O, Veronica Mars, Fraggle Rock και πάει λέγοντας. “Τι διάολο;” απαντά εκείνος, “ας ριμπουτάρουμε κάτι ορίτζιναλ”!

Το καστ του reboot στο Reboot είναι ένας κι ένας: Keegan-Michael Key, Judy Greer, Johnny Knoxville, Calum Worthy συν μία παίκτρια ριάλιτι που ήθελε το στούντιο για το νεανικό κοινό. Η Hannah αναλαμβάνει ως showrunner με την Gen-Z ομάδα σεναριογράφων μέχρι που επιστρέφει ο δημιουργός του original που τυγχάνει ο αποξενωμένος πατέρας της (απολαυστικός ο Paul Reiser) μαζί με τους δικούς writers που τυγχάνουν δεινόσαυροι με χιούμορ κολλημένο στα 90s. Αποτέλεσμα; Τι σκηνές στο writer’s room πρέπει να τις δεις από δύο φορές για να προλαβαίνεις τις ατάκες. Το Reboot είναι όσο αστεία μία meta κωμική σειρά για το γύρισμα του reboot μιας κωμικής σειράς οφείλει να είναι και ακόμα περισσότερο. Είναι αυθάδικη, καυστική, κυνική, πρόστυχη, αυτοαναφορική, woke και ταυτόχρονα αντι-woke με απρόσμενα τρυφερές και ανθρώπινες εξάρσεις που προσδίδουν υπόσταση στους χαρακτήρες και ρεαλισμό στον περιβάλλοντα σουρεαλισμό.  Ειλικρινά είχα από την εποχή του Arrested Development να γελάσω έτσι.

The Midnight Club (Netflix)

Το βιβλίο του Christopher Pike στο οποίο βασίστηκε η νέα σειρά του Mike Flanagan στο Netflix είναι ένα μικρό λογοτεχνικό διαμαντάκι που χάθηκε μέσα στην τρέλα των young adult θρίλερ των 90s με δράστες τον Pike και τον R. L. Stine. Η περίληψη σύντομη και παραπλανητική: “Σε έναν ξενώνα ανιάτων πέντε έφηβοι στο τελικό στάδιο ιδρύουν το Κλαμπ του Μεσονυχτίου όπου μαζεύονται και λένε τρομακτικές ιστορίες ενώ κάνουν μια μακάβρια συμφωνία: όποιος πεθαίνει θα επικοινωνεί με τους άλλους… από τον τάφο”. Κι ενώ περιμένεις ένα χαλαρό και ανάλαφρο εφηβικό ανάγνωσμα υπερφυσικού τρόμου, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία για νέους ανθρώπους στο κατώφλι του θανάτου, τη σωματική και ψυχική εξάντληση, την ελπίδα, τον φόβο του αγνώστου, τη δίψα για ζωή, την απώλεια και το τραύμα που σε ταράζει συθέμελα και σου γαμάει τη βραδιά.

Στη σειρά – η οποία επίσης διαδραματίζεται στα 90s-  το Κλαμπ αποτελείται από οκτώ εφήβους με ανίατες ασθένειες από σπάνιες μορφές καρκίνου μέχρι AIDS και εστιάζει στη νέα άφιξη, την Ιλόνκα (Iman Benson), η οποία μεταβαίνει εκεί όταν διαβάζει ότι στο παρελθόν μία τρόφιμος είχε γιατρευτεί μυστηριωδώς. Αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο και να το αξιοποιήσει για να βρει θεραπεία τόσο για την ίδια όσο και τους υπόλοιπους τρόφιμους η Ιλόνκα βυθίζεται στο σκοτεινό παρελθόν του ξενώνα που κρύβει αιρέσεις, αρχαίες θρησκείες και τρομακτικά οράματα.

Παράλληλα τα παιδιά έχουν ιδρύσει το επώνυμο Κλαμπ όπου μαζεύονται τα μεσάνυχτα στη γαμάτη βιβλιοθήκη και αφηγούνται ιστορίες τρόμου και φαντασίας σε μια προσπάθεια να ξορκίσουν τον δικό τους μεγαλύτερο φόβο, αυτόν του επικείμενου θανάτου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους δημιουργούς να αξιοποιήσουν κι άλλα βιβλία του Pike όπως το Witch, το Gimme a Kiss και το Road to Nowhere παίζοντας με διάφορα είδη από νουάρ μέχρι επιστημονική φαντασία.

Όπως και στο βιβλίο ο υπερφυσικός τρόμος λειτουργεί ως υπόβαθρο για να βιώσεις ένα δυνατό, συγκινητικό και ενίοτε σπαρακτικό δράμα για τη ζωή, τον θάνατο, την ελπίδα, τη ματαιότητα και την πίστη. Στη μια σκηνή μπορεί να να ανατριχιάζεις σύγκορμος ή να πετάγεσαι απ’ τον τρόμο (το πρώτο επεισόδιο μπήκε στο Γκίνες για τα περισσότερα jump scares σε επεισόδιο σειράς) και στην επόμενη να κλαις με φωνή – εκεί έγκειται η μαεστρία του Flanagan να μαστιγώνει ανελέητα τόσο τις αισθήσεις όσο και τα συναισθήματά σου. Όσοι είδατε τα The Haunting of Hill House και Midnight Mass ξέρετε τι εννοώ (σόρι αλλά το The Haunting of Bly Manor είναι ο πιο αδύναμος κρίκος). Την ιδιοκτήτρια του ξενώνα Dr. Stanton υποδύεται το horror icon των 80s Heather Langenkamp περισσότερο γνωστή ως Nancy του original A Nightmare On Elm Street (1984) που βγήκε από τη σύνταξη για να αποδεχτεί το απόλυτο fan casting.

The Devil’s Hour (Amazon)

Η Jessica Raine ξυπνάει κάθε νύχτα στις 03.30 στη λεγόμενη devil’s ή witching hour όπου υποτίθεται οι σκοτεινές δυνάμεις είναι στο peak τους. Όμως ούτε ο ξύπνιος της είναι ιδιαίτερα χαλαρός καθώς ταλαιπωρείται από παράξενα οράματα γεγονότων που πρόκειται να συμβούν, ο εσωστρεφής γιος της συναγωνίζεται τον πιτσιρικά της “Προφητείας” σε creepiness, το όνομά της ξεπετάγεται σε μια υπόθεση φόνου και ένας πρώην Dr. Who (Peter Capaldi) που παίζει να είναι serial killer δείχνει να γνωρίζει πράγματα γι’ αυτήν που δεν θα έπρεπε. Μπερδευτήκατε; Το να πούμε ότι συμβαίνουν πολλά στις έξι ώρες αυτού του υπερφυσικού θρίλερ της Amazon είναι μάλλον understatement – στα πρώτα επεισόδια θα πρέπει να κρατάτε σημειώσεις (όπως ένας από τους χαρακτήρες) για να μην χαθείτε.

Όμως είναι απίστευτα εθιστικό, με ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, πυκνό μυστήριο, κλιμακούμενη ένταση και με μια διαρκή αίσθηση αποπροσανατολισμού και θολούρας που μεταδίδει στον θεατή η κατάσταση της ηρωίδας (εξαιρετική η Raine). Επίσης το τέλος βγάζει νόημα μέσα σε όλη αυτή την παραδοξότητα – πράγμα που δεν μπορείς να πεις για πολλά υποτίθεται ρεαλιστικά θρίλερ. Κερασάκι στην τούρτα φυσικά ο Capaldi με βλέμμα που μπορεί να σε κάνει να ξυπνάς κι εσύ κάθε νύχτα στις 03.30!

Wednesday (Netflix)

Το spin off του The Addams Family δια χειρός Tim Burton (είναι executive producer και σκηνοθέτησε τα πρώτα τέσσερα επεισόδια αλλά δεν είναι showrunner) είναι η σωστή Netflix μεταχείριση ενός 84χρονου brand (η μακάβρια οικογένεια πρωτοεμφανίστηκε ως comic strip του The New Yorker το 1938 για να γίνει θρυλικό sitcom στα 60s,  δύο εμβληματικές ταινίες στα 90s, δύο ταινίες animation το 2019 & 2021 και ενδιάμεσα σειρές κινουμένων σχεδίων και αποτυχημένα specials & reboots). Με showrunners τους δημιουργούς του Smallville θα μπορούσε να ήταν ακόμα μία meh ψιλοdark νεανική σειρά-καρμπόν του CW τύπου Nancy Drew και Riverdale αν δεν είχε δύο βασικά ατού: τον Burton και τις μπαρτονιές του και την άπαιχτη, γεννημένη-για-τον-ρόλο Jenna Ortega (Scream, X) στον επώνυμο ρόλο.

Έχει και την original Wednesday των δύο ταινιών των 90s Christina Ricci στον άσχετο ρόλο μιας καθηγήτριας (που θυμίζει τον ασταθή χαρακτήρα που υποδύθηκε στο εξαιρετικό Yellowjackets) αλλά μοιάζει περισσότερο με fan cast παρά γιατί έχει κάτι να προσθέσει στον ρόλο (ή τη σειρά). Η πλοκή παθαίνει ό,τι οποιασδήποτε νεανικής σειράς φαντασίας των τελευταίων δεκαετιών: χαριποτερίζει ανερυθρίαστα. Αφού έριξε πιράνχας στην πισίνα του σχολείου τους (που κόστισε σε νταή συμμαθητή της το ένα του αρχ..ι) η Wednesday στέλνεται από τους γονείς της (Luis Guzman ως Gomez και Catherine Zeta-Jones ως Morticia που ΔΕΝ θα διαγράψει τη θεϊκή Anjelica Huston από τη μνήμη) εσώκλειστη στην Ακαδημία Nevermore (ναι, από τον Poe) όπου φοιτούν διάφοροι απόκληροι όπως σειρήνες, μέδουσες, βρικόλακες και λυκάνθρωποι. Κι ενώ στην αρχή ψάχνει τρόπο να την κοπανήσει, αποφασίζει να μείνει καθώς ένα αποκρουστικό τέρας μειώνει δραστικά τον πληθυσμό της γειτονικής μικρής πόλης και δείχνει να συνδέεται με το παρελθόν της σχολής, της περιοχής (που έχει ιστορία με το κάψιμο μαγισσών) αλλά και της οικογένειάς της.

Ίντριγκα που σε αγκιστρώνει από την πρώτη σκηνή, ρυθμός σφαίρα, κατάμαυρο, κυνικό χιούμορ που κόβει σαν γκιλοτίνα, η καλύτερη ίσως ερμηνεία που δόθηκε ποτέ από ένα κομμένο χέρι και μια Ortega να ενσαρκώνει την Wednesday με ένα ακαταμάχητο μείγμα γκόθικ σαγήνης, μακάβριου τσαμπουκά και αδέξιας ευαισθησίας.

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης