Επαναλήψεις, Λογοτεχνικά Δωμάτια
Ήξερα περίπου περί τίνος επρόκειτο. Η Καραπάνου τζιαι η Μάτση όμως, μου ήταν άγνωστα ονόματα. Μόλις εμπήκα μέσα στο Ξυδάδικο, έφκαλα το σακκάκι μου, άφησα την τσάντα μου τζιαι έκατσα στο ζεστό σαλονάκι που επρόσφερε ο χώρος. Μπροστά μου, πόρτες. Ήταν θκυό κυκλικά δωμάτια τζιαι οι πόρτες ήταν οι τοίχοι τους.
Είπα της Έλενας για αστείο, ότι ήθελα ένα τσάι.
Ξέρεις, τζείνην την στιγμή που είσαι σπίτι σου τζιαι κάμνεις έναν είδος ritual για να κάτσεις να θκιαβάσεις το βιβλίο σου, ετοιμάζεις το τσάι σου, σβήνεις τα δύνατα φώτα, αλλάζεις δέκα πόζες πάνω στον καναπέ σου, για να είσαι άνετη, με στόχο να μεν σηκωστείς για την επόμενη ώρα. Πρίν όμως αρχίσεις το θκιάβασμα κάθεσαι ένα θκύο λεπτά χαλαρώνεις τζιαι σκέφτεσαι…
Ήταν ούλλα έτοιμα. Η πολυθρόνα, τα φώτα, η μουσική. Απόλαυσα πολλά τζείνην την στιγμή. Έβλεπα τες πόρτες τζιαι αναρωθκιούμουν που εν να με πάρουν, εν ήξερα τι να περιμένω. Εσηκώσαν με, επήραν με στο πρώτο δωμάτιο. Ελυπήθηκα, ήθελα να κάτσω τζι’ άλλο να απολαύσω την μοναξιά μου. Εν την απολαμβάννω συνήθως. Τζείνην την ώραν όμως απόλαυσα την. Ένιωθα τες σκέψεις μου ακίνδυνες.
Εμπήκα στο πρώτο δωμάτιο.
Αρχίσαν να παίζουν ταινίες στην οθόνη, εν το επερίμενα. Έβλεπα αίματα τζιαι εν εμπορούσα να συγκεντρωθώ στη φωνή της Καραπάνου. Εχρείαστηκεν να κλείσω τα μάθκια μου για να την ακούσω. Εκατάφερατα! Ήταν καλύτερα όταν εν την άκουα. Αναστάτωσεν με. Ήθελα να ανοίξω μιαν που τες πόρτες να φύω, να πάω κάπου πιό ήσυχα. Εμιλούσε τζιαι έκαμνα τα δικά της τραύματα δικά μου. Ετάραξεν με.
Ετέλειωσεν η Καραπάνου.
Επήα στην Μάτση.
Ήθελα να την φιλήσω, να φκάλω το χέρι της που την προβολή, μέσα που την πόρτα, να το αγγίξω. Εκοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη τζιαι άκουα τα λόγια της. Ήταν πολύπλοκα όμως εν εδυσκολεύαν την κατανόηση του ποιήματος. Μια φωνή πονεμένη που εμιλούσεν για αγάπη. Έδωκεν μου μιαν αίσθησην ελπίδας. Εσκέφτουμουν ευτυχώς που έφυα που το άλλον το δωμάτιο. Τούτον ήταν ενα δωμάτιο μίκρο όμως πιο ανοιχτό, εν ένιωθα εγκλωβισμένη. Εν ήθελα να ανοίξω καμιάν πορτα να φύω, ήμουν άνετη. Εν δύσκολο να μεν βρίσκεις ελπίδα μέσα που κάτι τόσον ρομαντικό… Εν ήθελα να τελειώσει. Εν ήθελα να την αφήσω.
Για κάποιον παράξενο λόγο, όταν επέστρεψα στο σαλονάκι, εν το βιβλίο της Καραπάνου που άνοιξα. Ενδιέφερεν με. Ήθελα να μάθω παραπάνω για την ίδια.
Εκάθουμουν τζιαι εθκέβαζα το βιβλίομε την αλληλογραφία που είχε με την μάμμα της. Επαραξένεψε με η σχέση τους. Όσον εζούσαν, εγυρεύκαν η μιά την άλλη. Εμοιάζαν σαν ερωτευμένες…
Ο κόσμος έμπαινε, έφκαινε τζιαι εγώ ήμουν σταθερά τζιαμέ. Σε τζείνον τοσαλονάκι. Έγραφα, εδιάβαζα. Στο βάθος έπαιζε πάντα μια μουσική, η μουσική που έγραψε η Μαριάννα. Έκαμνεν μου παρέα.
Σε μιάν συνέντευξη της η Μάτση είπε “Ποίος θα ενδιαφερθεί άλλωστε για έμενα σε 10-20 χρονια”. Ήταν τζιαμέ δίπλα μου, έβλεπε με τζιαι έβλεπα την μέσα που τζείνην την προβολή.
Μάτση, η Έλενα εθυμήθηκεν σε τζιαι τωρά εγνωρίσαμεν σε τζιαι εμείς.