Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΠΡΟΣΩΠΑΣυζητάμε με τον Ηρακλή Αχνιώτη – Επαρχ. λειτουργό Τμ. Πολεοδομίας & Οικήσεως...

Συζητάμε με τον Ηρακλή Αχνιώτη – Επαρχ. λειτουργό Τμ. Πολεοδομίας & Οικήσεως Λεμεσού (Μέρος Β’)

Ο Ηρακλής Αχνιώτης μιλά στο Limassol Today, μέσα από την εμπειρία, τη θέση και τη γνώση του, για την δική του σκοπιά σχετικά με την πολεοδομική ανάπτυξη και εικόνα της Λεμεσού, σε μια σειρά συνεντεύξεων. Αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος.

ΜΕΡΟΣ Β’

Από τη θέση σας και τη γνώση σας στην Πολεοδομία. Πείτε μας τη γνώμη σας. Υπάρχει αισθητικός έλεγχος; Τόσο στα ιστορικά κέντρα όσο και γενικά;

Ο αισθητικός έλεγχος υπήρξε ανέκαθεν παρεξηγημένος ως έννοια και ως διαδικασία και βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο αντιδράσεων και σφοδρών επικρίσεων ιδιαίτερα από πλευράς μελετητών, κυρίως αρχιτεκτόνων. Αισθητικός έλεγχος θεωρητικά υπάρχει αλλά πιστεύω είναι σε μεγάλο βαθμό “ανενεργός” και αναποτελεσματικός. Θεωρώ ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικός σε ότι αφορά διατηρητέα κτίρια όπου λόγω του συγκριτικά περιορισμένου αριθμού περιπτώσεων/αιτήσεων προς αξιολόγηση αλλά ενδεχομένως και πιο ξεκάθαρου πλαισίου αρχών αξιολόγησης, εφαρμόζεται με περισσότερη επιτυχία και λιγότερες αντιδράσεις εκ μέρους των μελετητών.

Ο αισθητικός έλεγχος έχει καταντήσει να είναι μια “αχρείαστη πολυτέλεια” ιδιαίτερα μέσα στον κυκεώνα της καθημερινότητας του πολεοδομικού ελέγχου, όπου οι πιέσεις για αδειοδότηση είναι τεράστιες και το τελευταίο που ένας αξιολογητής επιθυμεί είναι να εμπλακεί σε μια συζήτηση περί αισθητικής, που είναι συνήθως προδιαγεγραμμένο ότι θα καταλήξει σε σύγκρουση με τον μελετητή, που επίσης συνήθως θεωρεί ότι το έργο του δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αλλαγής “αισθητικού περιεχομένου”, αλλά και σε πρόκληση καθυστερήσεων στην διαδικασία αδειοδότησης.

Συνεπώς από μια καθ’ όλα αναγκαία διαδικασία, ως μέρος του ευρύτερου πολεοδομικού ελέγχου, ο αισθητικός έλεγχος έχει παραγκωνιστεί και παρεξηγηθεί σε βαθμό τέτοιο που κανείς δεν θέλει να τον αγγίξει. Με αυτό δεν θα ήθελα να αφεθεί να νοηθεί ότι υπάρχει πλήρης απουσία αισθητικού ελέγχου.

Σε περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης βασικών μορφολογικών/συνθετικών αρχών, υπάρχει παρέμβαση της Πολεοδομικής Αρχής με σκοπό την επισήμανση αυτών των μη αποδεκτών αποκλίσεων, την καθοδήγηση και την από κοινού κατάληξη σε αρχιτεκτονικές προτάσεις που αφενός μεν δεν στερούν την ελευθερία έκφρασης του μελετητή, αφετέρου δε συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές των θεσμοθετημένων Σχεδίων Ανάπτυξης.

Ψηλά κτήρια. Διασπορά τους στην πόλη ή περιορισμός τους σε συγκεκριμένα σημεία;

Αναμφισβήτητα τα ψηλά κτίρια προσδίδουν έναν απαράμιλλο δυναμισμό στην εικόνα της πόλης και ενισχύουν θετικά αυτή την εικόνα όταν χωροθετούνται με κάποια λογική και αρχές και οπωσδήποτε όχι τυχαία. Στην Κύπρο και ιδιαίτερα στην Λεμεσό, μας έχουν προλάβει τα γεγονότα και προτού καλά-καλά καταφέρουμε να καταλάβουμε/συνειδητοποιήσουμε τι συνέβαινε με την τάση για ψηλά κτίρια, αυτά είχαν ήδη αρχίσει να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα της πόλης μας.

Τα Τοπικά Σχέδια και ειδικότερα το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, αφού αναφερόμαστε κύρια στην Λεμεσό η οποία δέχτηκε και τις μεγαλύτερες πιέσεις σε σχέση με την ανέγερση ψηλών κτιρίων, πιστεύω ήταν απροετοίμαστα να διαχειριστούν την μαζική επέλαση των πολυώροφων κτιρίων. Παρά το γεγονός ότι, πρόσθετα των προνοιών των Τοπικών Σχεδίων, καταρτίστηκαν προς τούτο Κατευθυντήριες Γραμμές και ένα καθοδηγητικό Πλαίσιο Αρχών και παρά την σοβαρή προσπάθεια και τις καλές προθέσεις, δεν στάθηκε αρκετό στην πράξη κατά την εφαρμογή του Πλαισίου αυτού, στο να τεθούν σαφή όρια και κατεύθυνση ως προς την επιθυμητή και πολεοδομικά επαρκώς τεκμηριωμένη χωροθέτηση των ψηλών κτιρίων στην πόλη.

Αυτό θα έπρεπε να είναι βέβαια ως ένα βαθμό αναμενόμενο, καθότι ένα καθοδηγητικό πλαίσιο “εκτάκτου ανάγκης”, αναπόφευκτα στερείται της απαραίτητης ενδελεχούς έρευνας και προεργασίας, ενός συγκροτημένου οράματος με ευρεία αποδοχή και ξεκάθαρων πολεοδομικών επιδιώξεων, στοιχεία που σε κάποιο βαθμό απουσιάζουν και από το ίδιο το Τοπικό Σχέδιο. Αν κάποιος μελετήσει τις πρόνοιες αυτού του Πλαισίου, αλλά κυρίως και τον τρόπο εφαρμογής του, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι ψηλά κτίρια, ανεξαρτήτως αριθμού ορόφων, θα ήταν δυνατό να υλοποιηθούν σε πληθώρα σημείων μέσα στην πόλη, στη βάση κυρίως των χαρακτηριστικών αυτού καθαυτού του τεμαχίου και όχι κατ’ ανάγκη της θέσης του στο αστικό μωσαϊκό και χωρίς αυτό συχνά να αιτιολογείται από τα τοπικά δεδομένα μιας περιοχής, σε σχέση και με το σύνολο της πόλης και την επιθυμητή ολιστική εικόνα της.

Στην Λεμεσό αυτό έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα να βλέπει κανείς πολυώροφα κτίρια σχεδόν παντού, ακόμα και στο ευαίσθητο, ήπιο και ήρεμο τοπίο της κοιλάδας του ποταμού Άμαθου βόρεια του αυτοκινητόδρομου και σε μικρή σχετικά απόσταση από τον παραδοσιακό πυρήνα του χωριού στην Γερμασόγεια. Πέραν τούτου πολυώροφα κτίρια εμφανίζονται επίσης σε μια σειραϊκή διάταξη κατά μήκος του παραλιακού μετώπου,  στα ανατολικά από την περιοχή του Πύργου Λεμεσού μέχρι και την Ακτή Ολυμπίων στις παρυφές του αστικού κέντρου.

Αν θεωρήσουμε ότι διαθέτουμε τις απαραίτητες υποδομές, δίκτυα εξυπηρετήσεων κ.λπ. για να υποδεχτούν τέτοια κτίρια, κάποιος θα ανέμενε αυτά τα κτίρια να χωροθετούνται σε προκαθορισμένα κομβικά σημεία/περιοχές της πόλης με στόχο τόσο τον οπτικό τονισμό αυτών των σημείων/περιοχών, αλλά και για την δημιουργία κατάλληλων συνεργειών από την συνύπαρξη δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για επαγγελματικές εκμεταλλεύσεις και δραστηριοποίηση (γραφειακοί χώροι, εμπορικές εκμεταλλεύσεις κ.λπ.).

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι αφενός υπήρξε σε κάποιο βαθμό αμηχανία ως προς την αποφασιστική αντιμετώπιση και ορθολογική διαχείριση του νέου φαινομένου, αφετέρου δε ελλείψει ξεκάθαρου οράματος για την πόλη, η αδειοδότηση των πολυώροφων κτιρίων ακολούθησε την ζήτηση, χωρίς τη δυνατότητα να την καθοδηγήσει χωροθετικά, όπως θα αναμενόταν, μέσα από τις πρόνοιες του σε ισχύ Σχεδίου Ανάπτυξης ή στην απουσία τέτοιων προνοιών, μέσα από τη διαδικασία της κατά παρέκκλιση των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας.

Εν κατακλείδι αναφέρω ότι, αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τις πόλεις μας θετικά είναι η κλίμακα τους, η οικειότητα των γειτονιών και η συνοχή της κορυφογραμμής τους που επιτρέπει παράλληλα και την ανάδειξη της ιστορικότητας τους. Η τάση υπέρμετρης αλλοίωσης της κλίμακας και η προσθήκη ασυνέπειας και ακαταστασίας στην κορυφογραμμή της πόλης, αποτελεί τελεσίδικη επέμβαση, μη αναστρέψιμη και χωρίς εμφανή οφέλη. Τέτοιες, ασυνεπείς με το παρελθόν της πόλης, ανατρεπτικές παρεμβάσεις, αποσπούν και αποπροσανατολίζουν από την προσήλωση στην προσπάθεια για την ουσιαστική και πολυεπίπεδη αναβάθμιση των πόλεων μας.

Πυκνότητα της πόλης; Την πόλη τη φαντάζεστε να κατοικείται σε μικρότερη ακτίνα; Ή να «επεκταθεί»; Μιλώντας για «επέκταση» πολεοδομικών ζωνών.

Παραδοσιακά οι οικισμοί περιορίζονταν σε έκταση ώστε να διαφυλάσσεται η απαραίτητη γη και άλλοι, κυρίως μη ανανεώσιμοι, πόροι υποστήριξης της ζωής/διαβίωσης των κατοίκων και με τρόπο ώστε οι αποστάσεις να είναι τέτοιες που να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των εκάστοτε μέσων διακίνησης. Σήμερα, το αυτοκίνητο και η παγκοσμιοποίηση έχουν αλλάξει αυτό τον “κανόνα” και έχουν παραμορφώσει τους οικισμούς και τις πόλεις μας. Σχεδόν τα πάντα είναι εύκολα προσιτά και διαθέσιμα. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο κυριαρχεί στην καθημερινότητα μας με αποτέλεσμα οι πόλεις μας να έχουν εξαπλωθεί παντού χωρίς μέτρο και λογική, μέσα από διαδικασίες ενός συστήματος “χρηματιστηρίου γης”.

Η αχαλίνωτη επέκταση των ορίων ανάπτυξης της πόλης και η διασπορά της ανάπτυξης παντού και αδιακρίτως, έχει επιφέρει σειρά σοβαρών προβλημάτων με πρώτο και βασικό την περιβαλλοντική υποβάθμιση των αστικών μας κέντρων αλλά και της υπαίθρου.

Επεκτάσεις έχουν γίνει χωρίς φειδώ, ακόμη και σε πρώτης ποιότητας παραγωγική γεωργική γη, σε περιοχές αναδασμού, στην ύπαιθρο ακόμη και σε δασοκαλυμμένες περιοχές, κατασπαταλώντας ασύστολα μη ανανεώσιμους, πολύτιμους φυσικούς πόρους, επιφέροντας σφράγιση του εδάφους και επιτείνοντας τα πλημμυρικά φαινόμενα, καθιστώντας αναγκαία την χρήση ιδιωτικού αυτοκινήτου και ασύμφορη την δημιουργία ενός βιώσιμου δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς και κύρια, επιφέροντας μια άνευ προηγουμένου υποβάθμιση και εγκατάλειψη του τόσο σημαντικού από κάθε άποψη και ζωτικότατης για την πόλη σημασίας, δημόσιου χώρου.

Όπως αντιλαμβάνεστε είμαι ένθερμος υποστηρικτής του μοντέλου της συμπαγούς πόλης. Είναι, πιστεύω η μόνη λογική και βιώσιμη επιλογή, ιδιαίτερα σε ένα χώρο όπου η γη και γενικά οι μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι. Το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και οι πολύ χαμηλοί συντελεστές ανάπτυξης έχουν επιφέρει μια άνευ προηγουμένου αστική εξάπλωση και κατασπατάληση γης. Οι πλείστες περιοχές χαρακτηρίζονται από χαμηλή δόμηση ενός μέχρι και δύο ορόφων, ενώ κάλλιστα με τους τρεις ή και τέσσερεις ορόφους το αστικό περιβάλλον θα μπορούσε, πέραν της πτυχής της επιθυμητής κατά την άποψη μου “αστικότητας”, να περιοριστεί σε έκταση και να υποστηρίξει για παράδειγμα βιώσιμα μέσα μαζικής μεταφοράς, που σήμερα είναι και ασύμφορα και σχεδόν ανύπαρκτα.

Παράλληλα, οι μικρότερες σε έκταση περιοχές ανάπτυξης, θα ήταν δυνατό να τύχουν της δέουσας προσοχής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ποιότητα του δημόσιου χώρου, μέσω παρεμβάσεων διαμόρφωσης, ευπρεπισμού και συντήρησης και με κόστος σαφώς χαμηλότερο από ότι σήμερα λόγω των οικονομιών κλίμακας που θα προέκυπταν.

Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, θεωρείται πεπαλαιωμένο; Δεν πρέπει να αναθεωρηθεί (ύψος, χρήση, πυκνότητα);

Το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα Σχέδια Ανάπτυξης, αναθεωρούνται συνήθως ανά πενταετία. Αυτό παρέχει την δυνατότητα εκσυγχρονισμού των προνοιών των Σχεδίων αυτών και εξυπακούει την διαπίστωση των νέων αναγκών, τάσεων και την προσαρμογή, αν αυτό κριθεί σκόπιμο, ακόμα και μέσα από μια διαδικασία αναστοχασμού, αυτής καθαυτής της φιλοσοφίας ενός Σχεδίου με στόχο την ανταπόκριση του στις σύγχρονες αντιλήψεις.

Η μέχρι σήμερα εμπειρία καταδεικνύει ότι όλα τα Τοπικά Σχέδια, των μεγάλων αστικών μας κέντρων τουλάχιστον, διατηρούν την από καταβολής δημιουργίας τους δυσκαμψία και ανελαστικότητα, μια καταφανή δυσκολία στην προσαρμογή τους σε νέες προκλήσεις και ανάγκες. Απουσιάζει και από εδώ το ξεκάθαρο όραμα και η ευελιξία προσαρμογής σε νέες ανάγκες και σύγχρονες προκλήσεις.

Πέραν των πιο πάνω αδυναμιών, είναι επίσης εμφανέστατη η απουσία από τις θεσμοθετημένες και ακολουθούμενες διαδικασίες κατάρτισης των Σχεδίων Ανάπτυξης, σύγχρονων μέσων εξασφάλισης και ανάλυσης δεδομένων, χωρικών και άλλων, που είναι αναγκαία για την διαμόρφωση μιας βάσης αξιολόγησης η οποία να ανταποκρίνεται σε ακριβή, πραγματικά δεδομένα και παραμέτρους.

Η τεχνολογία σήμερα επιτρέπει την εξασφάλιση και ανάλυση πολλών δεδομένων που παραδοσιακά ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να συλλεγούν και αξιολογηθούν. Εργαλεία όπως για παράδειγμα τα Γεωγραφικά Συστήματα Πηροφοριών (GIS), ηλεκτρονικά εργαλεία ψηφιακής απεικόνισης επαυξημένης πραγματικότητας-Augmented Reality (AR) και άλλα, ανοίγουν ορίζοντες και διευρύνουν τις δυνατότητες αποτελεσματικής συλλογής, περιγραφής, αναπαράστασης και ανάλυσης πολλαπλών δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και χώρο, ώστε οι όποιες αποφάσεις να είναι καλά τεκμηριωμένες και πλήρως στοιχειοθετημένες.

Για παράδειγμα, η επαυξημένη πραγματικότητα (AR) είναι μια διαδραστική εμπειρία ενός πραγματικού περιβάλλοντος όπου τα αντικείμενα που βρίσκονται στον πραγματικό κόσμο ενισχύονται από αντιληπτικές πληροφορίες που δημιουργούνται από υπολογιστή, μερικές φορές σε πολλαπλές αισθητηριακές λεπτομέρειες, συμπεριλαμβανομένων των οπτικών, ακουστικών, απτικών, σωματοαισθητηριακών και οσφρητικών. AR μπορεί να οριστεί ως ένα σύστημα που πληροί τρία βασικά χαρακτηριστικά: ένα συνδυασμό πραγματικών και εικονικών κόσμων, σε πραγματικό χρόνο αλληλεπίδραση και ακριβή τρισδιάστατη εγγραφή των εικονικών και πραγματικών αντικειμένων.

Αυτή η εμπειρία είναι άψογα συνυφασμένη με τον φυσικό κόσμο, έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή ως μια πτυχή του πραγματικού περιβάλλοντος.

Αυτό που χαρακτηρίζει την επικράτεια της πόλης της Λεμεσού, όπως και των υπόλοιπων μεγάλων αστικών κέντρων στην Κύπρο, των οποίων η ανάπτυξη διέπεται από τις πρόνοιες των αντίστοιχων Τοπικών Σχεδίων, είναι μια προσέγγιση τύπου “blanket approach”, το οποίο παραπέμπει σε αδυναμία στοχευμένων προσεγγίσεων ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τις επιμέρους ανάγκες των υποπεριοχών που συνθέτουν το ψηφιδωτό της πόλης μας.

Μια διέξοδος είναι η εκπόνηση λεπτομερέστερων Σχεδίων Περιοχής, πράγμα το οποίο βέβαια με τα σημερινά δεδομένα, τα διαθέσιμα μέσα στο Τμήμα, ενόψει και της σοβαρής υποστελέχωσης του Τμήματος, φαντάζουν τουλάχιστον ως ευσεβοποθισμός.  

Σε επίπεδο πρακτικών παρεμβάσεων και δυνατότητας υλοποίησης έργων που θα κάνουν την διαφορά, είναι προφανής η δυσκολία που προέρχεται, πέραν από την έλλειψη οικονομικών πόρων, και από την υπερβολική εξάπλωση της πόλης και διεύρυνση των ορίων ανάπτυξης, γεγονός που καθιστά την αναβάθμιση και διαχείριση του δημόσιου χώρου με σκοπό τη διατήρηση του σε επίπεδα αποδεκτά, υπερβολικά δαπανηρή και ασύμφορη.

Προφανώς και υποστηρίζω την έννοια και επιλογή της συμπαγούς πόλης σε αντίθεση με την πλαδαρή διασπορά της, η οποία μόνο αδικαιολόγητα κόστη προκαλεί, σε επίπεδο οικονομικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η εποχή των αναθεωρήσεων των Σχεδίων Ανάπτυξης με πρώτιστο μέλημα τις διευρύνσεις των ορίων ανάπτυξης των πόλεων και οικισμών της υπαίθρου, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το φαινόμενο του “χρηματιστηρίου γης” θα πρέπει να ανακοπεί και οι στοχεύσεις μας κατά την πολεοδόμηση να αναθεωρηθούν ριζικά. Οι Ζώνες και περιοχές ανάπτυξης είναι τεράστιες σε έκταση σε σύγκριση με ρεαλιστικές πληθυσμιακές προβλέψεις και συναφείς εκτιμήσεις.

Κύρια επιδίωξη θα πρέπει να είναι η συγκράτηση των αναπτύξεων εντός των καθορισμένων ορίων ανάπτυξης, που εμπερικλείουν τεράστιες αναξιοποίητες εκτάσεις γης, και η ποιοτική αναβάθμιση των υποδομών και της ποιότητας του πάσχοντος δημόσιου χώρου στις υπάρχουσες περιοχές ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα τεράστιο εγχείρημα που απαιτεί την συνεργασία του κεντρικού κράτους αλλά και των τοπικών αρχών και κοινωνιών, που πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο με την συγκράτηση της ανάπτυξης εντός των καθορισμένων ορίων θα ήταν εφικτό να επιτευχθεί η επιθυμητή εικόνα μιας πόλης ανθρώπινης, οικονομικά και κοινωνικά εύρωστης και περιβαλλοντικά υγιούς.

Συνεπώς στο ερώτημα κατά πόσο το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού είναι “πεπαλαιωμένο”, ξεπερασμένο ή ακόμα και απαρχαιωμένο, απαντώ πως ναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ελλειπές, δύσκαμπτο και ασύμβατο με τις νέες αντιλήψεις και τις σύγχρονες πολεοδομικές πρακτικές και επιλογές. Τόσο σε επίπεδο διαδικασιών και διαθέσιμων εργαλείων και μέσων κατάρτισης του, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου, στοχεύσεων και πολιτικών, είναι ένα ντοκουμέντο-πλαίσιο αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.

Παρά ταύτα, καταθέτω με αυτή την ευκαιρία την πεποίθηση ότι με συνεργιστική διάθεση, θέληση, επιμονή και διορατικότητα, είναι εφικτή η αλλαγή πλεύσης και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου μας ως πολεοδόμων που δεν είναι άλλος από αυτόν του καταλύτη στην όλη διαδικασία διαμόρφωσης βέλτιστων πρακτικών παραγωγής χώρου και συνθηκών διαβίωσης τέτοιων που να μην υστερούν σε οτιδήποτε από αυτές άλλων προηγμένων κοινωνιών.

Υπάρχει ανάγκη για δημιουργία μεγάλων χώρων πρασίνου; Για παράδειγμα ένα Μητροπολιτικό Πάρκο.

Η βασικότερη αξία των ανοιχτών δημόσιων χώρων αλλά και ενδεχόμενα ενός μητροπολιτικού πάρκου, για το οποίο αναμφισβήτητα υπάρχει ανάγκη, έγκειται στην εγγύτητα τους με τους χώρους διαβίωσης και δραστηριοποίησης των κατοίκων.

Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα ένα τέτοιο πάρκο προκειμένου να είναι εύκολα προσβάσιμο να χρειάζεται απαραίτητα την χρήση αυτοκινήτου. Κρίσιμης σημασίας είναι επίσης και η συνδεσιμότητα αυτών των χώρων μεταξύ τους καθώς και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά μέσω συνδεδεμένων, φιλικών προς το περιβάλλον διαδρομών, κύρια με εναλλακτικά μέσα διακίνησης (περπάτημα, ποδήλατο κ.λπ.).

Τόσο κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό όσο και κατά την διαδικασία του πολεοδομικού ελέγχου και εφαρμογής Σχεδίων Ανάπτυξης, βασική επιδίωξη είναι η διασφάλιση ανοικτών δημόσιων χώρων, στην μεγαλύτερη κατά το δυνατόν κλίμακα (μεταξύ άλλων και για λόγους οικονομιών κλίμακας) και ταυτόχρονα στη βάση μιας λογικής συνέχειας και αλληλεξάρτησης τέτοιων χώρων με άλλους ομοειδείς, ώστε να δημιουργείται ένα σύστημα, ένα δίκτυο από χώρους δημόσιας χρήσης, ει δυνατόν σε όλη την επικράτεια της πόλης.

Στην Λεμεσό είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του παραθαλάσσιου πολυλειτουργικού πάρκου στην επίχωση, στον γνωστό μόλο, που για τους Λεμεσιανούς και όχι μόνο, έχει γίνει σημείο αναφοράς και χώρος συναπαντήματος, χαλάρωσης, άσκησης και αναψυχής. Στόχευση είναι η δημιουργία και άλλων ανάλογης κλίμακας και σημασίας ανοικτών δημόσιων χώρων, οι οποίοι όμως θα πρέπει, πέραν της διασφάλισης/δημιουργίας τους να τυγχάνουν και της δέουσας συντήρησης και διαχείρισης ώστε σε συνεχή βάση να εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο δημιουργούνται.

Αυτό, δηλαδή η δυνατότητα δημιουργίας μεγάλης κλίμακας και σε κατάλληλη θέση στην πόλη, ανοικτών δημόσιων χώρων, έχει απόλυτη συνάφεια με την διαχρονική επιδίωξη για θεσμοθέτηση της διαδικασίας του Αστικού Αναδασμού, που παρά τις πολλές προσπάθειες και νομοτεχνική εργασία που προηγήθηκαν, δεν υπήρξε ποτέ κατάληξη στην προώθηση του όλου θέματος για ψήφιση σχετικού Νόμου. Μέσω του Αστικού Αναδασμού θα ήταν εφικτή η ορθολογική χωρική οργάνωση, η διασφάλιση των απαραίτητων υποδομών και επιδομών μεταξύ των οποίων και ένα σύμπλεγμα από ανοικτούς δημόσιους χώρους και πάρκα ποικίλων κλιμάκων και, γιατί όχι, θεματολογίας.

Η πιο πάνω συνέντευξη αποτελεί το δεύτερο μέρος από μία σειρά συνεντεύξεων που θα παραχωρήσει στο Limassol Today ο Ηρακλής Αχνιώτης, για την Πολεοδομική Ανάπτυξη της Λεμεσού.

Powered by lanitis

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης