Γράφει ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης*
Ζούμε σε εποχές όπου τα αγγίγματα περίπου απαγορεύονται, εκτός και αν υπηρετούν την προσωρινή ανακούφιση της ψυχικής οδύνης σε μια σεξουαλική επαφή. Αλλά η ανακούφιση είναι προσωρινή, όπως σε όλες τις παυσίπονες εξαρτήσεις, και έχει πάντα δυσμενείς συνέπειες στο άμεσο μέλλον, γιατί αργά ή γρήγορα μας φέρνει φάτσα κάρτα με το υπαρξιακό κενό, με το έλλειμμα των βαθύτερων αγγιγμάτων.
Γι’ αυτό σήμερα χρειάζεται, πιο πολύ από ποτέ, να αναζητήσουμε το άγγιγμα του Άλλου ως ένα πιστοποιητικό της ζωής. Κάτι σαν αυτά τα μαρτυρίκια που καρφιτσώνουν στο πέτο τους οι παριστάμενοι μάρτυρες μιας βάφτισης στην εκκλησία.
Μια μαρτυρία ζωντανής ζωής, ενάντια στη φυλακή της επιβίωσης, ενάντια στην κόλαση του “Εγώ”.
Χρειάζεται η αφή ως μια επιβεβαίωση της ζωής, όπως ακριβώς ο «άπιστος» Θωμάς πρέπει να βάλει τα δάκτυλα του «επί τον τύπον των ήλων» για να πεισθεί για την ύπαρξη του αγαπημένου Δάσκαλου.
Πρόκειται για ένα άγγιγμα από παράδεισο, κόντρα στην κόλαση μιας περίπου ζωής!
Αλλά για να συγκροτηθεί το άγγιγμα απαιτεί την παραίτηση από την παρανοειδή κουλτούρα της, με κάθε τρόπο, αποφυγής του ενδεχόμενου πόνου. Την κουλτούρα αυτή που συχνά μας οδηγεί να πιστεύουμε πως οι άνθρωποι θα μας πληγώσουν ή θα μας χρησιμοποιήσουν ή πως είναι ζήτημα χρόνου του πότε οι άνθρωποι που αγαπάμε θα μας προδώσουν ή πως πρέπει να προστατεύουμε διαρκώς τον εαυτό μας και να είμαστε σε εγρήγορση μήπως οι άλλοι μας εκμεταλλευτούν ή να τους βάζουμε σε δοκιμασίες για να ελέγξουμε αν είναι πραγματικά με το μέρος μας ή να προσπαθούμε να τους πληγώσουμε πριν μας πληγώσουν αυτοί, έτσι ώστε, στο τέλος, πάντα φοβόμαστε να αφήσουμε τους Άλλους να πλησιάσουν, καθώς πιστεύουμε πως θα πληγώσουν.
Έχουμε ξεχάσει σαν κοινωνίες πως η «ανθρωπινότητα» μας, η δύναμη της ανθρωπιάς μας δηλαδή, φανερώνεται όχι μόνο όταν τολμήσουμε να κοιτάξουμε κατάματα το αρνητικό και τον πόνο, αλλά και όταν κατορθώσουμε να αγκαλιάσουμε και να καλωσορίσουμε την οδύνη ως ένα πτυχίο αληθινής ζωής. Η ανθρωπιά μας αποκαλύπτεται στην ευαλωτότητα μας και όχι στην κυρίαρχη εντολή «να είσαι ιδιωτικά ευτυχισμένος και σκασίλα σου!». Στην τελική, αυτό που μας ξεχωρίζει από τους αλγορίθμους της τεχνητής νοημοσύνης, είναι ότι εμείς πονάμε και είναι αυτό ακριβώς που μας επιτρέπει να αλλάζουμε. Με άλλα λόγια μόνο ο πόνος μπορεί και μεταμορφώνει την νοημοσύνη σε πνεύμα, την σκέτη νόηση σε σοφία, την φωτιά σε φως. Γι’ αυτό και μπορούμε να δούμε γύρω μας δεκάδες νοήμονες ή και υπερ-διανοητικοποιημένους ανθρώπους, χωρίς ίχνος συμπόνοιας. Σαν μια φωτιά που καίει δίχως να φωτίζει, δίχως να ζεσταίνει. Μια φωτιά σκέτο εργαλείο. Τσάμπα φωτιά, δηλαδή.
Όπως γράφει ο διάσημος φιλόσοφος Byung-Chul Han
Στην πραγματικότητα ο πόνος, ο ψυχικός πόνος, ο συναισθηματικός πόνος, ακόμη και ο σωματικός πόνος, είναι κατά κάποιο τρόπο μια μεζούρα, ένας μετρητής, που μετράει την απόκλιση μας από τον αυθεντικό μας εαυτό. Όσο μεγαλύτερος ο πόνος, τόσο μεγαλύτερη και η απομάκρυνση απ’ αυτό που «είμαστε να γίνουμε». Κι όσο προσπαθούμε να αποφύγουμε τον πόνο, τόσο αποφεύγουμε να γίνουμε ο αυθεντικός μας εαυτός. Σαν να σπάμε το θερμόμετρο για να αποφύγουμε τον πυρετό.
Ένας πιτσιρικάς που κακοποιήθηκε σωματικά από τον πατέρα του, άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του σαν τους σούπερ ήρωες της Marvel, πιστεύοντας πως μέσα από το δέρμα του είχε ένα «ειδικό υλικό» που τον έκανε να μην πονάει. Η «άρνηση» αυτή, ο παυσίπονος μηχανισμός αντιμετώπισης της παιδικής οδύνης, θα τον συνοδεύει χρόνια αργότερα στις σχέσεις του, ισχυριζόμενος ότι εκείνος δεν πονάει. Αλλά αυτό που έλεγε στην πραγματικότητα είναι πως εκείνος δεν συνδέεται, γιατί η πρώϊμη εμπειρία της σύνδεσης με τους γονείς του ήταν αφάνταστα επώδυνη. Ο αμυντικός μηχανισμός του πιτσιρικά της ιστορίας μας μετέτρεπε τον πόνο σε ιδιωτική του υπόθεση, αφαιρώντας την σχεσιακή-κοινωνική του υπόσταση, για να «προστατεύσει» τους γονείς του. Και με τον τρόπο αυτό ο πόνος παύει να είναι ευκαιρία συνάντησης με τον Άλλο και με Εμένα. Αντίθετα, γίνεται αφορμή από-κοινωνικοποίησης και ανέραστης ιδιώτευσης. Ο πόνος γίνεται υπαρξιακή μοναξιά, δηλαδή πόνος στο τετράγωνο.
Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο κοινωνικό μας πρόβλημα σήμερα, η αλγοφοβία, που οδηγεί τις δυτικές κοινωνίες στην παρακμή και στη διάλυση.