Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Εγγραφή στο Newsletter

Limassol Today - Asset 10
ΑΡΧΙΚΗΣΤΗΛΕΣΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΤο σπίτι, τα βιβλία μας, όλα μα όλα είναι στάση πολιτική

Το σπίτι, τα βιβλία μας, όλα μα όλα είναι στάση πολιτική

Δεν έχω όσφρηση. Καμιά δεκαπενταριά χειρουργεία από μωρό, τότε που σχεδόν δεν άκουγα, δεν ανέπνεα από τη μύτη και δεν μυριζόμουν. Μυρίζομαι περίπου το 5% του όλου του κόσμου. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα για σπουδές, στο διαμέρισμα με τη Νατάσα αποφασίσαμε να βγούμε την πρώτη νύκτα που έφυγαν οι μανάδες μας αφού μας επίπλωσαν το σπίτι. Τότε την προ-λέϊζερ εποχή, αποτριχώσεις μουστακιών κάναμε με ένα τηγανάκι που έβραζες στο μάτι της κουζίνας, έλιωνε το μέλι, το άπλωνες στο χείλος του χείλους και το τραβούσες βασανιστικά, απότομα και με δύναμη. Το τηγάνι στη φωτιά και εμείς χωμένες στις γκαρνταρόμπες να πετάμε φουστάνια. Πήρε φωτιά η κουζίνα, η κουρτίνα στην παραθυρόπορτα δίπλα από το μάτι, δεν μυρίστηκα τίποτα. Κατάλαβα μόνο όταν έκαιγαν τα μάτια μου. Μυρίζω 5% του όλου του κόσμου και κάποια από αυτά είναι οι μυρωδιές του σημείου κάτω από το λαιμό πάνω από το στήθος και παραπλεύρως της μασχάλης, σε καθαρό άνθρωπο λουσμένο και εγώ χωμένη σε τέτοιου είδους αγκαλιά. Μυρίζω με ένα τρόπο ηδονιστικά και το ελάχιστο δέρμα ανάμεσα από τρίχες σε μούσια. Αυτό το μυρίζω. Και τρίβομαι. Μυρίζω και το χαρτί της εφημερίδας. Και μυρίζω και τα πολύ παλιά βιβλία που πέρασαν από χέρια. Ό,τι βίτσιο και αν είναι αυτό, αγαπώ τα μεταχειρισμένα. Δεν τα αηδιάζω. Να πέρασαν εποχές από πάνω τους, να πέρασαν προσεγγίσεις, να πέρασαν διαδραματισμένες ιστορίες άλλων.

Όταν αγόρασα ένα παλιό σπιτάκι σε ένα προάστιο της Λεμεσού, είχα γνωρίσει καλά τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, όταν υπογράψαμε μεταβίβαση μου είπαν, σου ευχόμαστε να ζήσεις εδώ μέσα, όση αγάπη ζήσαμε και εμείς σε αυτό το σπίτι. Το σπίτι έζησε απώλεια, αλλά το αγόρασα όχι γιατί τρελάθηκα με αυτό αλλά γιατί όταν ήρθα να το δω, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ήτανε να φύγει σε ένα γάμο και η γυναίκα του θα έμενε σπίτι. Πήγε να ετοιμαστεί και μας είπε, περιμένετε να με δείτε αν θα γίνω ωραίος. Τόσο αυθεντικά. Κατέβηκε έπειτα και έκανε γύρο ολόκληρο του τραπεζιού και φίλησε τη γυναίκα του στο στόμα πριν φύγει. Πάρα πολλά χρόνια μαζί. Το σπίτι μύριζε ιστορία, εποχές, προσεγγίσεις άλλες και αγάπη ανίατη. Όταν μετακόμισα έπιασα τον εαυτό μου ενώ το ανακαίνιζα να μην αλλάζω την ιστορία του. Τα παιδιά που έμεναν εδώ ήταν με την ΑΕΛ και είχαν κίτρινη πολυθρόνα και έξω στη στεγασιά του κήπου βίδωσαν ένα φθαρμένο κασκόλ της ΑΕΛ, της αντίπαλης ομάδας της πόλης από αυτήν που υποστήριζα. Και ενώ άλλαξα πατώματα, παράθυρα, πλακάκια κι έπιπλα, δεν ξεβίδωσα ποτέ το καρφωμένο κασκόλ.

Από όλα τα δωμάτια, το δωμάτιο που ήθελα να κάνω σαν γραφείο, σαν χώρο δικό μου, κατάδικο μου, το χώρο της περισυλλογής, στο οποίο θα κάνω ό,τι αγαπώ πιο πολύ, το μόνο φυσικό, το ακόμα άφθαρτο δικό μου, να γράφω, είναι το δωμάτιο της απώλειας τους. Τα παιδιά αυτά έζησαν απώλεια του γιου τους. Δεκαπέντε χρόνια να μεγαλώνεις ένα παιδί και να το χάσεις από μια γαμημένη λευχαιμία δεν είναι ιστορία που μπορούσα να πετάξω στα σκουπίδια. Το γραφείο ακόμα να το φτιάξω γιατί είναι ο χώρος που θέλω να έχω αρτιότερα, να βάλω κόπο, αγάπη αίσθημα και αισθητική. Όταν ήρθα να δω το σπίτι, το δωμάτιο του μικρού ήταν ακριβώς όπως το άφησε πριν φύγει για τη Γερμανία για την ύστατη προσπάθεια να ζήσει. Ποια είμαι εγώ να κάνω βίαιη επέμβαση στα σωθικά του. Το δωμάτιο αυτό ήταν και πάντα θα μείνει η άχνα της ιστορίας του σπιτιού. Μπορεί να μην έχει κασκόλ πια αλλά θα έχει κίτρινο διάκοσμο όταν το ολοκληρώσω. Δεν νιώθω φαντάσματα μέσα του, νιώθω την αγάπη στους τοίχους. Και ναι μακάρι να ζήσω σε αυτό το σπίτι όση αγάπη έζησαν αυτοί εδώ.

Τις ιστορίες, τις προσεγγίσεις, τις εποχές οφείλεις να τις διαδέχεσαι, οι μονοκονδυλιές είναι για τους αναίσθητους και τους κενούς. Δεν νιώθω φαντάσματα εδώ μέσα, νιώθω ότι μου άφησαν τα πάντα τους, τη μνήμη ενός υπέροχου παιδιού, το γάμο, τον έρωτα, τα φιλιά στην κίτρινη την πολυθρόνα, την αδερφική σχέση με τους γείτονες. Ακόμα και αυτήν, άφθαρτη προσπαθώ να τη συνεχίσω για αυτό πετάγομαι όποτε μιλάνε οι γείτονες στην κουβέντα και ξεπροβάλλω τη μουτσούνα μου πάνω από το διαχωριστικό, να συνεχίσει η ιστορία της σχέσης αλλιώς αλλά όχι σαν άλλη αυτόνομη αποκομμένη ιστορία. Όποτε έρχεται εδώ ο ιδιοκτήτης να πάρει τα γράμματα του, έχω μόνιμα ανοικτές πόρτες γιατί οι κάτοχοι της ιστορίας δεν κτυπάνε πόρτες σαν ξένοι. Κάποτε κοντοστέκεται στα παλούκια της πόρτας και φωνάζω, καλά ρε, σπίτι σου είσαι. Ένα χρόνο μετά κι ακόμα τον βάζω να μου δείξει τη θέρμανση, την κεραία της τηλεόρασης πως έχει συνδεθεί. Όποτε φεύγει προσποιούμαι ότι τον είδα να έκανε γύρο του τραπεζιού και φίλησε τη γυναίκα του που αγαπά στην πολυθρόνα την κίτρινη. Αυτές τις ιστορίες δεν τις διαγράφεις. Σκύβεις και τις μυρίζεσαι σαν δέρμα ανάμεσα από τις τρίχες στα μούσια, σαν χαρτί παλιού βιβλίου, να πάρεις τζούρες αγάπης, εποχής, προσέγγισης εκείνων από τους οποίους αγγίχτηκε. Δεν άλλαξα ούτε τα σκαμπό του μπαρ της αυλής κι ας γδέρνουν τα κωλομέρια μου τα ροκανίδια. Έπιναν εκεί. Έζησαν εκεί.

Φέτος επέστρεψαν τα χελιδόνια πάνω από την είσοδο της πίσω αυλής (έμαθα πως τα χελιδόνια επιστρέφουν στα ίδια σημεία κάθε χρόνο και ξανακτίζουν τη φωλιά τους). Πριν δω σημάδια της φωλιάς, όταν ακόμα έφερναν λίγα λίγα τα ξερόχορτα, έχεζαν ασταμάτητα στην είσοδο μου. Είναι άσχημες οι κουτσουλιές πουλιών στο ξωπόρτι σου και μπορούσα να τα διώξω να πάνε να ξεκινήσουν αλλού νέα ιστορία, να τα αποκόψω από τη συνέχεια. Να γίνει ένα άλλο σπίτι αυτό που μπήκα, ασυνεπές στην ιστορία του. Ούτε τόλμησα. Και τα σκατά κομμάτι ιστορίας είναι. Φωλιάζουν εδώ και τι ωραία λέξη είναι το φωλιάζω.

Η μανία μου να αγοράζω βιβλία μεταχειρισμένα μάλλον έχει να κάνει με το βίτσιο μου να αγαπώ τις ιστορίες, τις εποχές, τις προσεγγίσεις εκείνων που προηγήθηκαν από πάνω τους. Όποτε δε ανοίγω βιβλίο που δόθηκε σαν δώρο και έγραψε κάποιος μια αφιέρωση, πλάθω του κόσμου τις εκδοχές για το πώς δόθηκε, τη σχέση εκείνων των ανθρώπων στο μυαλό μου. Συνεχίζω και σημειώνω πάνω τους και εγώ και τσαλακώνω σελίδες. Αφήνω για τον αναγνώστη του μέλλοντος ιστορία, εκδοχή, την εποχή μου. Πέρυσι άνοιξε ένας τύπος ένα βιβλίο μου που διάβαζα στη θάλασσα και είχε μέσα σταγμένο Johnson baby oil από αυτό που βάζω να μαυρίσω. “Πως τα έχεις έτσι τα βιβλία σου, δεν τα σέβεσαι μου” είπε. Αδιαφορώ. Το βιβλίο κουβαλά θάλασσες, κουβαλά τα λαδερά αποτυπώματα και κουβαλά και χυμένο καφέ από το πέταγμα που έκανα από το σοκ που είδα το όνομα Του στην οθόνη του κινητού. Κουβαλά καλακατσούνες σημειώσεις από τις σκέψεις που έκανε όταν το διάβαζε για να μην τις ξεχάσει αργότερα.

Σε κάθε άνθρωπο που αγάπησα ή γνώρισα μόνο λίγο αλλά με έκανε να νιώσω ή να σκεφτώ, άρα σημαντικό περαστικό, ξεχασμένο αξέχαστο, έχω κάνει δώρο βιβλία. Κάθε βιβλίο που αγάπησα, το ξέσκισα, το έσταξα, του έγραψα κι έχω κάνει τις γωνιές των εξώφυλλων τους να ξεκολλήσουν έτσι που να φαίνονται σαν δυο κομμάτια χαρτί. Κάθε βιβλίο που αγάπησα το αγόρασα αφού το έσκισα, ξανά σε καινούργιο. Όποτε μπει κάποιος στο σπίτι έχει μια τάση να πηγαινοέρχεται να ανοίγει τα βιβλία μου. Όποτε, συχνά, θέλω να του δωρίσω ένα βιβλίο που αγάπησα να ζήσει κι αυτός την προσέγγιση του, την εκδοχή τη δικιά του στην εκδοχή της δικιάς μου αγάπης για αυτό, τη διαδοχή της ιστορίας, του δίνω το νεοαγορασμένο. Από ευγένεια λένε πάντα, “Όχι ρε, δώσε μου το παλιό, κράτα για ‘σενα το καινούργιο”. Τι λες καλέ που θα μου πάρεις το σταγμένο από τη ζωή μου. Που θα πάρεις την ιστορία και να τη ξεκόψεις. Ποτέ. Στα δώρα βιβλία γράφω κι εγώ αφιέρωση. Να δώσω ένα πέρασμα μιας ιστορίας. Να δώσω ζωή που διαδραματίστηκε. Συνήθως δυσανασχετούν που τους το λερώνω αφού τους έδωσα καινούργιο βιβλίο. Στα γεράματα θα βλέπουν την αφιέρωση και θα χαμογελούν, ειδικά αν εγώ τότε βλέπω τα ραπανάκια από την ανάποδη. Και σε φίλους που δεν διαβάζουν, βιβλία δίνω πάλι μπας και ξανοίξουν εκδοχές.

Τον Φλεβάρη στην Αθήνα ξαμόλυσα το πρωί τα κορίτσια να ψωνίσουν στα H&M και δεν ξέρω τί σκατά ψωνίζουν σε φραντσάιζες που βρίσκεις και Κύπρο, και πήγα με τον Οδυσσέα σε ένα βιβλιοπωλείο. Συναντηθήκαμε μετά σε ένα μπραντσάδικο για αυγά, έδωσα της Μαρίας ένα βιβλίο που της πήρα και μου λέει, αφού δεν θα το διαβάσω ποτέ. Καλά εσύ πάρ’το και προσπάθησε της λέει ο Οδυσσέας, κι ακόμα και αν δεν το διαβάσεις ποτέ, ένα βιβλίο χρειάζεται πάντα να έχεις. Είναι απαραιτητο για να του το πετάς όταν θα σε νευριαζει. Είναι όσο πρέπει για να ξεσπάσεις βαρύ. Τι να πετάξεις, κινητό για να το σπάσεις και να το κλαις. Εγώ θυμήθηκα που ζητώ πάντα από τις σχέσεις μου να μην μου φέρνουν δώρα «το είδα και για κάποιο λόγο σε σκέφτηκα» που πάντα με κάνει να προβληματίζομαι τι σκατά κάνω με έναν που δεν με ξέρει και από πού κι ως που με σκέφτηκε με αυτό το πράγμα. «Να μου φέρνεις δώρο βιβλία να έχω να τα καίω όταν θα σε κλαίω». Βάλε κι αφιέρωση να φτύνω ή να μουντζώνω πάνω της όταν με κερατώσεις. Γίνε αντι-νοστράδαμος, βάλε τα αθετημένα. Βάλε τις υπερβολές που ξεστομίζουμε στους φρέσκους ενθουσιασμούς, δώσε δράμα. Αλήθεια βάλε υπερβολές. Τις υπερβολές ξεφυλλίζει το μυαλό στα γεράματα για να θυμηθεί ό,τι έζησε και ό,τι ένιωσε.

Σε έναν που γούσταρα –δεν ξέρω με ποιον τρόπο, μπορεί και ως περαστικό αξέχαστο- έδωσα το Μονόγραμμα του Ελύτη και τα Χαρτάκια του Πρεβεδουράκη. Ο Πρεβεδουράκης λέει ωραία και έχει και στιχάκια που μπορούν να πιάσουν και οι απαίδευτες. Πριν του τα στείλω του έβαλα με το μολύβι αστεράκια και καρδοειδείς κύκλους δίπλα από στροφές όπως το «Από όλα τα φωνήεντα ας είμαστε με αυτά του οργασμού». Τι σημειώνω κι εγώ σε αξέχαστους περαστικούς δικούς μου μα απέραστους μιας άλλης, βράσ΄το και προσπέρασ’το. Οι σημαντικοί περαστικοί ωστόσο, έχουν λόγο που προορίζονται για τα αξέχαστα, κυρίως γιατί κόβει το μυαλό τους και ξέρεις πως το Μονόγραμμα θα σκεφτεί ότι είναι οκ να μπει σε προσβάσιμο ράφι γιατί η απαίδευτη, που ούτε ξεχασμένο τον έχει ούτε απέραστο, και να το ανοίξει γρι δεν θα καταλάβει. Τον Πρεβεδουράκη και τους καρδοειδείς κύκλους δίπλα στον οργασμό, αξέχαστος είναι για σαφή λόγο, άρα ξέρει ότι θα το παραχώσει ψηλά χωρίς ποτέ να το πετάξει, γιατί η απαίδευτη υπάρχει πιθανότητα να το ανοίξει.

Όταν θα βλέπει ο αξέχαστος περαστικός τα ραπανάκια από την ανάποδη, τους καρδοειδείς κύκλους της περαστικής ιστορίας θα τους ξεφυλλίζει κάποιος μελλοντικός άνθρωπος, και εσύ κάτσε πες μου τώρα αν το βιβλίο ήταν άδειο και δεν κουβαλούσε τη γνωριμία μας, θα ήταν ίδιο. Πιο καλά δεν είναι που κουβαλά δυο ιστορίες, μια τυπογραφημένη και μια που χειρόγραψα; Αυτό έλειπε να μην συγκινούμαι από μια ζωή που διανύθηκε, από τις μύξες που έτρεξαν από μύτες ανθρώπων, από φιλιά που πήρε μια καθιστή σε κίτρινες πολυθρόνες μετά από 20 και χρόνια γάμου, από έρωτες που αντιστάθηκαν στην αμνησία, με τον μοναδικό τρόπο που βρήκαν, δηλαδή αφήνοντας δακτυλιές χυμένου καφέ σε εκείνο το χαρτί που κρατάς, που κουβαλούν τη στιγμή κάποιου ανθρώπου που σπαρτάρισε η ψυχή και τα στομάχια του από ένα μήνυμα στις τόσες του μηνός της τάδε χρονιάς και έτσι έχεις εσύ το σημαδεμένο βιβλίο. Πως μπορείς ακόμα να προτιμάς με υστερία το καθαρό, το ατσαλάκωτο, το αράγιστο, που δεν προηγήθηκε ζωή πάνω του; Πως ξεκρεμμάς τα κασκόλ, τα χελιδόνια, τα φιλιά των κίτρινων πολυθρόνων, τις εποχές μεγάλων ερώτων από την ιστορία; Γιατί το θες το σπίτι σου άγραφο, σε τάχα αφαιρετικές καθαρές γραμμές, σε ασφαλές γκρι σαν διαμέρισμα νέολευκωσιάτη; Και ζωή να μην είχε αυτό το σπίτι πάνω του, θα την επινοούσα. Ή θα την έκτιζα να έχουν οι μέλλοντες παρόντες όταν θα βλέπω τα ραπανάκια από την ανάποδη.

Τα βιβλία μου να τα πάρουν ο Άδωνις ο Φλωρίδης όταν πεθάνω, ο Αλέκος και ο Αυγερινός που έχει το παλαιοβιβλιοπωλείο, για κάποιο λόγο ξέρω πως θα τους συγκινήσουν οι ιστορίες που προηγήθηκαν και το βάρος μιας σημειωμένης αφιέρωσης, αν θέλει ας πάρει και εκείνος που του έδωσα το Μονόγραμμα και τον Πρεβεδουράκη –νομίζω θα θέλει-. Να πάρει κι η Ζέλεια που ξέρει να λυπάται το “πώς” στις άγραφτες ιστορίες. Να πάρει στο σπίτι του και όποιος δεν θα κρατηθεί αδόντητος στη σκέψη από τον έναν μου ως τώρα μεγάλο έρωτα μαζί και τους μικροέρωτες που τον πλαισίωσαν για να μην πλήττω μπρος και πίσω της διαδραμάτισης του. Και όσοι, και κυρίως όσες, θέλουν να τα πετάξουν σε κεφάλια. Ο Οδυσσέας να πάρει τους πίνακες και τα ραβασάκια που φύλαξα από τα αθετημένα. Τα κείμενα τα δικά μου να τα επιμεληθεί ο Μιχάλης που ξέρει να αφαιρεί τις υστερίες μου αλλά όχι το συναίσθημα μου πριν τα εκδώσετε, είναι ο μόνος που σεβάστηκα την αφιλτράριστη γνώμη του για το λίγο που έμεινα στη ζωή μου και δεν έγινα το πολύ που θα εκτιμούσε. Και ας μη μιλάμε, ας μην με χωνεύει. Περαστικός σημαντικός αξέχαστος, δεν έχυσα καφέ όταν μιλήσαμε, αλλά κλότσησα τον καναπέ και η τρύπα είναι η ιστορία από ένα αίσθημα άρα ζωή, είναι εποχή σημαντικού μικροπεράσματος. Τα χελιδόνια να τα αφήνετε να επιστρέφουν.

Μην ανησυχείτε δεν αυτοκτονώ, περιμένω ακόμα το βιβλίο που θα καίω όταν θα Τον κλαίω. Απλά βρήκα μια αφιέρωση σε ένα μεταχειρισμένο βιβλίο. Ήταν από ξαδέλφη και δεν είναι τόσο catchy αλλά μπορεί να μαντρώθηκε σπίτι η ξαδέλφη γιατί έκλαιγε από άγραφο έρωτα. Οι σημαντικοί περαστικοί ξέρουν ότι σκοτίστηκα που γράφω σε πολιτικές εφημερίδες και σε στήλες κοινωνικές παραπολιτικές, γενικά, εγώ από έρωτες συγκινούμαι. Κι ας πάρει ο κόσμος φωτιά. Φτάνει ο αρχαιολόγος να βρίσκει στα αποκαΐδια του σημειώσεις στα φωνήεντα οργασμών. Κρανία και σωθικά που σπαρτάρισαν απευθυνόμενα συγκεκριμένα. Που δεν τα σκέφτηκαν όλα αυτά θεωρητικά και αόριστα, «α, θα ‘θελα να το ζήσω». Να βρίσκει ο αρχαιολόγος έρωτες. Ο κόσμος θα μπορεί να συνεχίσει.

Powered by kone"

Μην το χάσεις

Journal

Δείτε επίσης